Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Και μου 'λεγε η μάνα μου, μη πίνεις Jameson παιδί μου.

Η πραγματικότητα κερδίζει πάντα. Πικρή, ανένδοτη, ζόρικη, γλυκιά, απλή, βαρετή, υπέροχη, πιο επίθετο θα μπορούσε να δημιουργηθεί που να μη της ταιριάζει? Παίζεις ένα παιχνίδι με βόλους και απέναντι σου η μέρα, η κάθε μέρα, όλες οι μέρες οι άπειρες, με χίλια χρώματα φορεμένα πάνω τους, πώς να κερδίσεις? Κάθεσαι ο μαλάκας και λες, θα παίξω, ξέρω ότι θα χάσω, αλλά να, κάπου εκεί στο βάθος βλέπω κάτι στο φόρεμα μιας μέρας στο άπειρο, ναι, ένα κόκκινο τόσο έντονο, θέλω να το δω από κοντά! Και κάνεις να ξανακοιτάξεις και το κόκκινο έχει χαθεί, είναι κάπου αλλού, πού να'ναι? Άνθρωποι κρέμονται απ' τα χέρια της κάθε μέρας, δε τους ξέρεις, δε τους συμπαθείς, μπορεί να τους αγαπάς μέχρι τότε, μπορεί να τους μισείς, στο ίδιο συνεχές είναι όλα αυτά, ποιοι είναι? ποιος είσαι? Τι θέλουν να σου πουν αυτές οι μέρες, τι ξέρουν? Δεν έχουν βλέμμα, δε μπορείς να μαντέψεις, δε νοιάζεσαι άλλωστε αρκετά για να πέσεις σε τέτοια πηγάδια, να παίξεις θες μόνο, μα αποκαρδιώνεσαι λιγάκι που ο δρόμος δεν έχει έξοδο. Κι οι μέρες κερδίζουν, έρχονται, περνάνε και εξαφανίζονται στο άπειρο απ' όπου ήρθαν, δε μπορείς να τις ακουμπήσεις καν, χάνονται κάτω απ' τα χέρια σου, κάποτε σκεφτόσουν ότι αυτό συμβαίνει γιατί είναι φτιαγμένες απ' όνειρο, τώρα δεν είσαι και τόσο σίγουρος αν είναι καν φτιαγμένες από αλήθεια. Κι αρχίζεις και κουράζεσαι απ' τη σκυφτή και άβολη στάση, θες να ξαπλώσεις να κοιμηθείς κι αυτές να περνάνε, να παίζουν μόνες τους, να κερδίζουν και να χάνουν και να μη σε νοιάζει, αλλά όλο και κάτι υπέροχο περιμένεις να φορά η επόμενη ή ίσως αυτή παρακάτω και να, ήταν και μερικές που δε τους έδωσες σημασία και μετάνιωσες που δεν είδες όλα τους τα χρώματα. Παίρνεις μια ανάσα και παίζεις ξανά, λίγο από τύψεις, λίγο από φόβο, λίγο από προσδοκίες, κάθεσαι και τις αφήνεις να συνεχίσουν την παρέλαση τους, κουρασμένος και χαμένος, ακόμα και αφού έχεις δει το ομορφότερο χρώμα και τον πιο γλυκό άνθρωπο που θα μπορούσαν να κουβαλούν, πάλι κουρασμένος και χαμένος απ' το συνεχές, πάλι κουρασμένος και χαμένος απ' τα γκρίζα και τα μαύρα που έρχονται στην αμέσως επόμενη, πάντα κουρασμένος και χαμένος να παίζεις με τους ίδιους χρωματιστούς σου βόλους, την ελπίδα, το φόβο, τη μαγεία και τη θλίψη.

Τη βαρέθηκα αυτή τη γαμημένη μεταφορά. Μ' έχει ήδη νικήσει η μέρα κι έχει πολύ ακόμα, 'ντάξει?

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Δε τα φτιάχνουν τα "Ουρλιαχτά" όπως παλιά!

Ακούγοντας πρωί-πρωί τον κύριο Dylan, άρχισα να σκέφτομαι, με τη σφουγγαρίστρα ανά χείρας (standarάκι), πόσο πλάκα θα είχε αν προσπαθούσε κάποιος σήμερα να γράψει ένα τύπου "Howl", όπως έκανε ο Ginsberg το '50. Τι στο καλό θα μπορούσες να γράψεις για την εποχή μας αυτή και τους ανθρώπους της? Ποια είναι τα "μεγαλύτερα κεφάλια της γενιάς μας"? Ποιοι οι "Όσιοι", ποιοι οι "Μολόχ"?
Δηλαδή, ναι, εντάξει, υπάρχει τέχνη, σίγουρα. Πώς είναι όμως πια? Πως διαφοροποιείται απ' το παρελθόν και πως το ενσωματώνει για να δημιουργήσει κάτι νέο? Πώς επαναστατεί? Και φυσικά υπάρχουν και επαναστάτες, υπάρχουν και αναρχικοί (της ζωής, όχι της πολιτικής), υπάρχουν θερμές συζητήσεις και διαφωνίες, αλλά με ποιο τρόπο γίνονται πια αυτά?? Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, ποιος ο στόχος τους ο απώτερος και ποιοι οι στόχοι στους οποίους επιτίθενται? Τι είναι ακτιβισμός, τι κρύβει πίσω απ' τα γράμματα του?
Και βέβαια, υπάρχουν και αλήτες, υπάρχουν ρεμάλια, υπάρχουν πότες, υπάρχουν ναρκωτικά (αν και δε τα φτιάχνουν όπως παλιά, όπως και το χαλβά Φαρσάλων αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία).
Που συγκλίνουν όμως αυτοί, που "ομαδοποιούνται"? Υπάρχουν ποιητές-επαναστάτες-μουσικοί-αλήτες πια? Υπάρχουν "κινήματα", σκοποί που ν' αγιάζουν τα μέσα και να φτιάχνουν μαργαριτάρια απ' τα σκατά της ζωής τους?
Υπάρχει το ίδιο πάθος? Η ίδια απελπισία για ζωή?
Ή μήπως όλα τούτα ήταν πάντα ατομικά? Μήπως κάποιοι άνθρωποι, αντισυμβατικοί και αντιδραστικοί, έβρισκαν πάντα τις συνθήκες στις οποίες θα επαναστατούσαν προσωπικά, θα δημιουργούσαν προσωπικά, θα καταστρέφονταν προσωπικά και ούτω καθεξής? Αδυνατώ να το πιστέψω η αλήθεια είναι.
Πάντως, μ' όλη τούτη τη σκέψη μου 'ρθαν στη μνήμη κάτι "όσιοι", κάτι αλήτες, κάτι αναρχικοί της ζωής, κάτι ποιητές, κάτι συζητήσεις, κάτι ποτά, κάτι πάθη, κάτι ιστορίες, κάτι σαν .."Ουρλιαχτό".
Κάτι σαν απάντηση στον εαυτό μου. Κάτι σαν ναι, υπάρχουν αν θες να τα βρεις κι αν κάποιος είχε τ' αρχίδια να το γράψει, πιθανότατα θα ήταν τόσο ίδιο και τόσο διαφορετικό από το "Ουρλιαχτό" εκείνης της εποχής που έχει στοιχειώσει όλες τις επόμενες γενιές.

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

Η μνήμη που τρεμοσβήνει

Χτες έπεσε στα χέρια μου για μια ακόμη φορά το Move it, ένα πολύ όμορφο free press για το cinema και τα παρελκόμενα του, μια πολύ ενδιαφέρουσα φάση, ακόμα και για μένα που σινεφίλ δε με λες, έζησα με ευκολία 3 χρόνια χωρίς να πατήσω σε κινηματογραφική αίθουσα. Ναι, το θέμα μας είναι ότι σε μια από σελίδα ζητά από τους αναγνώστες να γράψουν μια κριτική/περίληψη/σκέφτομαι και γράφω για κάποια ταινία που γουστάρουν (ή φαντάζομαι και που δεν γουστάρουν). Περιέργως και παραδόξως η πρώτη ταινία που μου ήρθε στο μυαλό ήταν το "Le Feu Follet" (νομίζω "Η φλόγα που τρεμοσβήνει" στα ελληνικά) του Louis Malle, ένα γαλλικό φιλμ του '63 που με έσπρωξε να νοικιάσω την επόμενη μέρα ότι Malle είχε και δεν είχε το video club (και να δικαιωθώ για αυτή μου την κίνηση). Το περίεργο όμως είναι πως από αυτή η ταινία, που πρώτη μου ήρθε στο μυαλό σκεπτόμενη τις αγαπημένες μου ταινίες, δε θυμάμαι σχεδόν τίποτα! Δηλαδή, ναι, εντάξει, σκοτεινό φιλμ, καταθλιπτικός πρωταγωνιστής, ένα όπλο, ένα κερί, τρομερό συναίσθημα και.. ε, αυτά περίπου..
Εντάξει, θα μου πεις δες την ξανά, δεν έγινε και τίποτα. Το ζήτημα είναι πως αυτό τείνει να συμβαίνει με όλα τα πράγματα που απολαμβάνω ιδιαίτερα. Ναι, δε μπορώ να θυμηθώ τίποτα από τον Ζαρατούστρα ή τα Άσματα του Μάλντορορ ελάχιστα από το έγκλημα και τιμωρία, σχεδόν τίποτα από το Diary του Palahniuk, μία μόνο σελίδα από τα Άγρια Αγόρια και ξεχνώ συχνά ακόμα και πως έχω διαβάσει το Fear and Loathing. Είναι όλα τους, μαζί με πολλά ακόμα, αριστουργήματα για μένα, αλλά δεν έχω ιδέα για ποιο λόγο!
Και σκέφτομαι, όταν κάποιο έργο τέχνης μας ακουμπά συναισθηματικά, μήπως τα επιμέρους στοιχεία του χάνουν εντελώς το λόγο ύπαρξης τους? Υπάρχει πιθανότητα να είναι μια εντελώς διαφορετική λειτουργία η ανάγνωση/κατανόηση μέσω των "λογικών" κομματιών του εγκεφάλου μας και διαφορετική εκείνη που συντελείται στα "συναισθηματικά" κέντρα? Μπορούμε να θυμηθούμε ή μόνο γεγονότα ή μόνο συναισθήματα που μας προκάλεσαν τα γεγονότα ή είναι απλά όλο αυτό μια προσωπική δυσλειτουργία/ ενδιαφέρον/ τρόπος κατανόησης?
Θυμήθηκα μόλις τώρα μια γελοία στιχομυθία με ένα φίλο πριν πολλά-πολλά χρόνια. "Αχ, ήταν τόσο γλυκά, κοιταζόμασταν στα μάτια μπλα μπλα", "Α,ναι? Τι χρώμα μάτια έχει?" "Εεεε, δε ξέρω!"
Τραγικό.


ΥΓ. http://www.moveitmag.gr/

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

Λέει ένα τραγούδι...

.."Αχ, να 'σουν αλλιώς, αλλιώς απ' ότι σ' έχει πλάσει ο Θεός" κλπ κλπ. Κι έρχομαι και σκέφτομαι, σαν άλλη Carrie Bradshaw, πόσο στην πραγματικότητα ζητάμε από τους ανθρώπους μας "να 'ναι αλλιώς". Πώς θέλουμε ν' αλλάξουμε τα ίδια ακριβώς πράγματα που κάποτε λατρεύαμε σ' έναν άνθρωπο, πώς θα θέλαμε να τον φέρουμε στα μέτρα μας και στις απαιτήσεις "των καιρών". Οι άνθρωποι μας, οι φίλοι μας, οι γκόμενοι μας, πάντα άνθρωποι ιδιαίτεροι, πάντα κι αυτοί σαν εμάς με το δικό τους βαθμό "δυσλειτουργίας", με τα προβλήματα και τις ιδιαιτερότητες τους, πάντα τους αγαπάμε και τους τσαντίζουμε, μας τσαντίζουν, συμφωνούμε, διαφωνούμε, τους πονάμε, μας πονάνε και όλα συνεχίζουν κι είμαστε μαζί τους ευτυχείς και συχνά και δυστυχείς, αλλά μπαλατζάρει κάπου η ζυγαριά κι η ευτυχία είναι τόσο μεγαλύτερη και πιο σημαντική που δε καθόμαστε να κολλήσουμε στα άσχημα. Και τέλος πάντων, τα ξέρουμε αυτά, αλλά κάπου, κάποια μέρα, κάποια στιγμή κολλάς. Και το σκέφτεσαι. Σκέφτεσαι "να 'σουν αλλιώς", να μην είσαι πια αυτό, να μη βασανιζόμαστε πια, να είναι όλα απλά και λοιπά και λοιπά. Έχεις προσδοκίες. Μεγάλο κακό να έχεις προσδοκίες από κάποιον άνθρωπο. Όχι γιατί δε θα εκπληρωθούν, όχι. Απλά γιατί υπάρχουν. Απλά γιατί ποτέ πια δε θα υπάρχει ο άλλος άνθρωπος εκεί, ιδωμένος όπως πραγματικά είναι. Όχι. Θα βλέπεις μονάχα τις δικές σου προσδοκίες, τις δικές σου ιδέες, τις δικές σου επιθυμίες και ποτέ πια τον άνθρωπο ως έχει. Και θα μένεις εκεί, σε μια ψευδαίσθηση ότι μπορεί και "να 'σουν αλλιώς" και δε θα σηκώνεις το κεφάλι σου να φύγεις απλά, να προχωρήσεις αφήνοντας πίσω τους ανθρώπους που δεν είναι αυτό που θες/χρειάζεσαι/νόμιζες. Αλλά να τους αφήνεις με αγάπη. Γιατί μάλλον τελικά το ζητούμενο είναι αυτό. Ν' αγαπάς περισσότερο τους ανθρώπους που δε μπορούσαν "να 'ναι αλλιώς" και που δε θα το ήθελαν ποτέ. Ακόμα και.. ή μάλλον.. ειδικά όταν, εσύ θέλησες "να 'σαι αλλιώς" γι' αυτούς. Well, stick with yourself, αυτό μάλλον θέλω να πω. Γιατί αυτός είναι στην τελική και δε θα 'ναι ποτέ γαμημένα "αλλιώς".

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

New Model Army

Gagarin. Ούτε που θυμάμαι πόσα χρόνια πέρασαν από την τελευταία φορά που βρέθηκα εδώ, νομίζω όμως πως ήταν και πάλι για τους New Model Army πριν καμιά πενταετία. Ενθουσιασμός, χαρά, παρεούλα, μπυρίτσα και πάμε..
Πώς περιγράφουν μια συναυλία? χμ..
α) Κόσμος.
Όχι πανικός, χαλαρά κι ωραία, περισσότερο "όσο πρέπει" δε ξέρω αν έχω ξαναπετύχει. Απο πιτσιρικάδες μέχρι 60άρηδες και όλα όσα βρίσκονται στη μέση αυτών. Χαλαροί και καυλωμένοι συνάμα.
β) Support.
Deus X Machina. Δεν είδα, δεν ξέρω, άργησα. Άκουσα όμως πολύ καλά λόγια και μπράβο τους.
γ) Πρώτο τραγούδι.
Δεν έχω καμία ιδέα, ήμουν απασχολημένη με το να γελάω σαν ηλίθια. Γενικά ξεκίνησε χαλαρότερα και ανέβηκε στη συνέχεια.
δ) Playlist.
Απ' όλα. Πολλά που δεν ήξερα και πολλά που ξέρουμε όλοι. Πολύ δυνατά και πιο ήσυχα, και για τους παλιούς και για τους νεότερους.
ε) Heroes.
Ακουστικό. Ωριμασμένο μαζί με αυτούς, χωρίς την αντιδραστικότητα που το χαρακτήριζε, αλλά με τη γνώση ότι πια δεν υπάρχουν ήρωες γι' αυτούς και για κάποιους απ' το κοινό τους.
στ) 51st State.
Καταπληκτικό απλά. Όταν στο τρίτο κουπλέ άλλαξε τη μελωδία και την ένταση και άφησε τον κόσμο να το τραγουδήσει απέδειξε ότι δεν επαναπαύεται σε κανένα hit, ότι σέβεται τον κόσμο που το αγαπά, αλλά το τσαλακώνει και το πηγαίνει σ' ένα άλλο επίπεδο.
ζ) Vengeance.
Πάντα ένα από τα αγαπημένα μου. Νομίζω πως το ελληνικό κοινό όμως μπόρεσε να ταυτιστεί τώρα, περισσότερο από ποτέ με το "I believe in justice, I believe in vengeance, I believe in getting the bastard". Τα 'σπασε.
η) Here Comes the War.
Έπιασα τον εαυτό μου να το τραγουδάει το ίδιο βράδυ, το επόμενο πρωί, το επόμενο βράδυ και ούτω καθεξής. Τρελή ενέργεια και από τη μπάντα και από τον κόσμο. Άψογο.
θ) Green and Grey.
Όπως πάντα συγκινητικό. Έκλεισε μ' αυτό πριν το encore και πολύ μας άρεσε.
ι) Love Songs.
Ή τρίτο ή τέταρτο το έπαιξαν. Τι να πω..δάκρυσα. Δε το περίμενα. Είχα χρόνια να το ακούσω και δε θυμάμαι καν αν είχα συγκινηθεί ποτέ στο παρελθόν. Αλλά οι μπαγάσιδες τα κατάφεραν πολύ γρήγορα!
κ) Ένα-ένα δε θα τελειώσουμε ποτέ.
Vagabonds? Poison Street? Get me Out? No Rest? Purity? Δεν υπήρχε λέμε, ένα προς ένα ήταν όλα άψογα! Δηλαδή γουάααου!
λ) Justin Sullivan.
ΥΠΕΡΟΧΟΣ. Τα μάτια του ήταν καθαρά, η ενέργεια του εξαιρετική, τα λόγια του όπως πάντα to the point. Χτυπήθηκε, χαλάρωσε, μίλησε, έμοιαζε σαν να είναι εδώ για να "διδάξει", αν αυτό είναι κάτι που μπορεί να ειπωθεί. Ήθελε να δει τον κόσμο, να μοιραστεί μαζί του αυτά που τόσα χρόνια νιώθει και σκέφτεται και να εισπράξει την αγάπη και την ενέργεια του κοινού του. Για μένα το πιο όμορφο κομμάτι της συναυλίας ήταν η θέρμη του Sullivan. Μπράβο του.
μ) Τι δε μου άρεσε.
Κάτσε να σκεφτώ.
Περίμενε...
Το 'χω...
Α, ναι! Δε μπορούσαν να παίξουν άλλο ένα 2ωράκι δηλαδή?
ν) Σύνοψις.
Δε φτάνουν τα γράμματα. Για μία ακόμα φορά οι New Model Army ήρθαν να μας δείξουν γιατί δε θα σταματήσουμε ποτέ να τους ακούμε και να τους απολαμβάνουμε. Και την επόμενη φορά πάλι εκεί θα είμαστε... (ακολουθεί τεράστιο χαμόγελο)

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

what if ..

Σκεφτόμουν σήμερα τι θα γινόταν αν, ας πούμε, οι σκέψεις μας καταγράφονταν αυτόματα από ένα .."κάτι" και μπορούσαμε να τις δούμε όπως βλέπουμε π.χ. ένα blog. Είναι κάτι σαν αυτό που πάνω απ' το κεφάλι της πωλήτριας που σου χαμογελάει πετάγεται ένα συννεφάκι και βλέπεις ότι στην πραγματικότητα σε βρίζει? Κάπως έτσι.
Φανταζόμουν λοιπόν, πόσο ακαταλληλότερα των ακαταλλήλων θα ήταν αυτά τα "blog" που λέει ο λόγος, και πόσα καντήλια θα περιείχαν. Δηλαδή, ξεκινάς το πρωί απ' το σπίτι σου. Τι κάνεις? Βρίζεις! Γιατί α)θες να κοιμηθείς. β) ΘΕΣ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΕΙΣ. γ) αργεί το τρόλει/σε έκλεισε ο μαλάκας και δε μπορείς να ξεπαρκάρεις. δ) έχει κίνηση. ε) σε παίρνει η μάνα σου να ρωτήσει αν ξύπνησες παιδάκι μου να πας στη δουλειά σου. Μη πολυλογώ, η λίστα μπορεί να είναι από γιγάντια ως τερατώδης.
Κάνεις το πρώτο σου τσιγάρο τρέχοντας πανικόβλητος ανάμεσα σε μηχανάκια, λεωφορεία και αυτοκίνητα (ή ακόμα χειρότερα, οδηγώντας ανάμεσα τους) και φτάνεις στη δουλειά. Αν είσαι απ' αυτούς που χαμογελάνε και χαλαρώνουν, δεν έχω καμία ιδέα πως βρέθηκες να διαβάζεις αυτό το κείμενο και καλύτερα να σταματήσεις εδώ. Για όλους εμάς τους υπόλοιπους το βρισίδι δε συνεχίζεται απλώς αλλά πολλαπλασιάζεται μ' ένα μαγικό τρόπο καθώς όλοι/όλα σου φταίνε και έχουν βαλθεί πρωινιάτικο να σου κάνουν τα νεύρα τσατάλια. Σου σκάει ο-μη-πω-καλύτερα να πιει καφέ (στην περίπτωση μου) ή να κάνει οτιδήποτε είναι αυτό για το οποίο έρχεται σε σένα και δε λέει το τσουτσέκι τουλάχιστον ένα "Καλημέρα"! Χριστούς. Παναγίες. Επανέλαβε.
Κάνει λοιπόν αυτό που είναι να κάνει κι ένα "Ευχαριστώ/Παρακαλώ/Γεια σας" είναι εξαιρετικά δύσκολο να το ξεστομίσει. Όπως λέει κι ένας φίλος, είναι ακριβώς εκεί που βλέπεις την καρωτίδα να πλησιάζει απειλητικά προς τα δόντια σου. Ωραία, λες, καλά αρχίσαμε. Ε, και μετά όπως καταλαβαίνετε η μέρα συνεχίζει έτσι γιατί, άνθρωπος είσαι, άμα σου γυρίσει το μυαλό με το που ανοίξεις το μάτι, όλα τα στραβά και τα ανάποδα θα τα βρεις μπροστά σου. Είναι βέβαια και απολύτως λογικό ότι οι αγαπημένοι σου συνάδελφοι ΕΚΕΙΝΗ ακριβώς τη μέρα που το ένα σου μάτι είναι κανονικό και το άλλο έχει γυρίσει ανάποδα προειδοποιώντας σε για το επερχόμενο εγκεφαλικό, ΕΚΕΙΝΗ την ώρα που πας να πιεις μια γουλιά καφέ θα θυμηθούν να αναδιοργανώσουν την αποθήκη/να κλείσουν τις εκκρεμότητες του μήνα/να σου φέρουν 700 πράγματα να κάνεις/να ζητήσουν τη γνώμη σου για το διαστημόπλοιο που σχεδιάζουν.
Κι εκεί ακριβώς λοιπόν, πες ότι σου σκάει ένα χαρτί με το τι έχεις σκεφτεί μέχρι τώρα, δε θα τ' αρχίσεις τα ψυχοφάρμακα? Θα τ' αρχίσεις! Θα πεις δεν είμαι καλά, ξύπνιος δυο ώρες κι έχω ήδη συμπληρώσει τρεις Α4 μπινελίκι!
Τι να πω, όπως ανακοίνωσε και μια αξιολάααατρευτη (λεπτή ειρωνεία) πελάτισσα μου σήμερα "να κάνεις μετάνοιες στον άγιο Αντύπα" (δε μπορώ να ξέρω τι εννοούσε, απλά κρύφτηκα και γέλασα για κανα τεταρτάκι).
Κι επειδή ως γνωστόν "τα γραπτά μένουν", πάλι καλά που δε μας έχει προφτάσει η τεχνολογία και μπορούμε να τις ξεχνάμε αυτές τις μέρες, τουλάχιστον μέχρι την επόμενη φορά.
Καλημέρα ?

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Του τρελού ξανά μανά.

Εψές το μεσημέρι ξεκίνησα κι εγώ να πάω μια εκδρομή στην Εύβοια σαββατοκυριακίσια. Στη διαδρομή με το φίλο και συνοδοιπόρο, σκέφτηκα πως έχω ξεχάσει να μιλήσω για τα δεινά ενός πολύωρου ταξιδίου απάνω σε γυμνό μηχανάκι, απ' τη πλευρά όμως του συνοδηγού.
¨Καλά, θα πας μέχρι Αθήνα πάνω στο δισκάκι του καφέ?", λέει ο φίλος Δήμος στις Καβουρότρυπες στην Χαλκιδική.
"Καλέ, ναι, έχω συνηθίσει πια!", απαντάω εγώ, η ανυποψίαστη υποφαινόμενη.
Έχω ήδη κάνει διαδρομή τρεις ώρες απ' τας Σέρρας, έχουμε οργώσει κι όλη την Αττική άπειρες φορές, ε, τι στο διάολο, σκέφτομαι, μια χαρά θα φτάσουμε και τώρα. Διαλειμματάκια, λίγο χάζι, εθνική είναι άλλωστε, δε θα μου ξεκολλήσει το χέρι απ' τα φρεναρίσματα, θα σφίξουν και τα ποδαράκια, suuuuuper!
Καβαλάμε λοιπόν στο πολυαγαπητό CB 1000 R, που αν το έβλεπε ο Ιάπωνας έτσι, με τόσο after market που του χουμε πετάξει πάνω, θα γύρναγε σπίτι του 10 εκατοστά ψηλότερος απ' την περηφάνια. Το αρνητικό βέβαια στην υπόθεση αυτή είναι πως απ' τα λίγα που του 'χουν μείνει απ' τη μάνα του εκτός απ΄ το σκελετό και το ντεπόζιτο, είναι η πίσω ανάρτηση, κάτι που δημιουργεί κάποια ακόμα προβλήματα στον κακομοίρη "εκεί πίσω"..
Πρέπει εδώ να σημειώσω ακόμα πως το κρανάκι μου, με τα μαξιλαράκια μου και τη μυρωδιά μου εγώ δε το 'χω. Είμαι τουναντίον μ' ένα κράνος Can (!?) που ανοίγει κι από κάτω άμα είσαι παπάκιας κι έχει και γυαλί να κατεβαίνει απ' την οροφή για να είσαι ολοκληρωμένος διαστημάνθρωπος και το οποίο το μόνο που μου προσέφερε ήταν άφθονο γέλιο. Βολικό όμως κράνος, δε λέω, αν είχες κακάδι στη μύτη σου χώραγες να βάλεις όλο σου το χεράκι μέσα για να το βγάλεις, άσε που αν πάγωναν τα χέρια σου τα 'χωνες μπροστά στο στόμα σου κι έκανες και μασάζ στο μαγουλάκι. Φυσικά αυτό έχει και τα κακά του. Αερίζεσαι. Και δεν εννοώ με την καλή έννοια. Το κράνος πάει όρτσα, ακολουθώντας τη φορά του ανέμου κι εσύ πρέπει να κρατήσεις το κράνος πάνω στο κεφάλι σου και το κεφάλι σου πάνω στη μοτοσυκλέτα.
Φορτώνομαι λοιπόν μπαγκάζια καθώς, σε γυμνό είσαι, ούτε μια τσίχλα κολλημένη στο φέρινγκ δε μπορείς να μεταφέρεις, και ξεκινάμε με το εξαίρετο στροφιλίκι της Χαλκιδικής, πάρα πολύ όμορφα, περνάμε Θεσσαλονίκη, όλα εξαιρετικά. Και τα χιλιόμετρα περνάνε. Σταματάς στην άκρη του δρόμου, μισό τσιγαράκι, θες βέβαια κανα λεπτό τουλάχιστον να τεντώσεις το 'να πόδι, να τεντώσεις και τ' άλλο για να καταφέρεις να κατέβεις και να μείνεις όρθιος, πας και λίγο σαν να είχες μια ιδιαίτερη ερωτική επαφή με ένα μάτσο αλλόχρωμους εραστές, αλλά τα προβλήματα ουσιαστικά δεν έχουν αρχίσει ακόμα.
Είσαι στην εθνική, μετά από 2 ώρες σερί στο σελάκι, πονάει ο κώλος σου. Όχι, όχι, ΠΟΝΑΕΙ Ο ΚΩΛΟΣ ΣΟΥ. Νιώθεις τους κάλους ν' αρχίζουν να δημιουργούνται. Είσαι σίγουρος ότι σύντομα θα πιάσεις κουβέντα με τις αιμοροίδες σου. Δεν έχεις τίποτα να χαζέψεις γιατί αφενός, όπως προείπαμε είσαι στην εθνική και αφετέρου, άμα τολμήσεις να κοιτάξεις δεξά-αριστέρα φέυγει όλο το Can κι άντε να το μαζέψεις. Όποτε κοιτάς το δρόμο, δε μιλάς, δε στρίβεις, δε ξέρεις που είσαι και πόση ώρα και το μόνο που σκέφτεσαι περιοδικά ανά δευτερόλεπτο είναι "Πονάει ο κώλος μου. Πονάει ο κώλος μου". Μετακομίζεις θα μου πεις στο σελάκι, σηκώνεσαι λίγο, τόσο δα. ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΣ? Ή μήπως νομίζεις ότι έχεις πόδια ικανά να σηκωθούν ή ξέχασες τη τσάντα που όσο να' ναι σε τραβάει μαζί της? Ουσιαστικά λοιπόν, γλιστράς λίγο πάνω στο σελάκι λίγο μπρος ή πίσω εξοικονομώντας από 1 έως 3 λεπτά (πράγμα που γνωρίζεις γιατί δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις απ' το να μετράς δευτερόλεπτα). Και μη λέω μόνο εγώ, κι ο μπροστά τα 'χε τα θεματάκια με τη σέλα του (τη διπλάσια απ'τη δική μου σέλα βέβαια), οπότε τσεκάρεις δρόμο για λακούβες, αρχίζεις τα "Ομ" και τα "Χαίρε Μαρία", συγκεντρώνεσαι και σηκώνεις λίγο το κωλαράκι χωρίς να παίρνεις ανάσα.
Διόδια, ωραίο πράμα όμως. Μια ξεπιάνεσαι λίγο εσύ, μία ο μπροστά, πολύ χαίρεσαι που έχει τόσα πολλά στο δρόμο και πρέπει να σταματήσεις να τα πληρώσεις, αμέ! Άσε που σε ένα από αυτά είναι πίσω μας ένας ΆΓΙΟΣ άνθρωπος μ' ένα Fazer η κάτι τέτοιο ο όποιος έχει την καλή διάθεση να μας δείξει πόσο καλύτερα πάει το δικό του και πόσο χαρούμενος είναι που τρέχει άνετος χωρίς κομοδίνο (συνοδηγό) και μπαγκάζια. Πρέπει να γυάλισε και τον δυονών μας το μάτι. Παίρνουμε θέσεις μάχης και αρχίζουμε το κυνήγι με τον Fazerάκο. Μπρος εμείς, πίσω αυτός, πίσω εμείς, μπρος αυτός, είμαστε και στο σημείο που εθνική δε το λες πια, μια λωρίδα έχει όλη κι όλη και μη σας τα πολυλογώ, περάσαμε κανά εικοσάλεπτο και παραπάνω γκάζι φρένο στο κυνήγι, τα ξεχάσαμε όλα, κώλους, πόδια, χέρια, κράνη, όλα! Βέβαια, λογικό είναι, χωρίς τόσα παραπανήσια κιλά και πιθανότατα με λιγότερες ώρες οδήγηση, μας παράτησε ο Fazerάκος κι εξαφανίστηκε και σύντομα ξεχάσαμε τι ωραία που ήταν κι αρχίσαμε να πονάμε πάλι απ' την αρχή.
Το τι χριστοπαναγίες πρέπει να ρίξαμε κι οι δυό μέσα απ' τα κράνη δε λέγεται. Σκέφτηκα να του κοπανήσω και καμιά κρανιά καλή για να σταματήσει, αλλά Can εναντίον Arai δεν έχει και πολλές πιθανότητες ακόμα κι αν είναι 5 φορές βαρύτερο. Στις 3-4 στάσεις που κάναμε συνολικά όμως ήμασταν τόσο χαρούμενοι που στεκόμασταν όρθιοι οπότε γελούσαμε απλώς σαν μετανάστες που επιστρέφουν στα πάτρια εδάφη.
Τέλος πάντων, ευτυχώς όσο πέρναγαν οι ώρες πηγαίναμε και πιο γρήγορα, γιατί αρχικά είχαμε τη φαεινή ιδέα να το πάμε απλά στο σβέλτο, ιδέα στην οποία, αν εμέναμε, εγώ θα την έβλεπα καμικάζι και θα έφευγα τραβώντας τα κορδόνια της τσάντας μπας και υπάρχει και κανα αλεξίπτωτο εκεί μέσα. Αυτό αν προλάβαινα βέβαια και δε με άδειαζε πρώτος εκείνος στο δρόμο κι έφευγε σουζάροντας.
Εν ολίγης μια χαρά ήταν, εξαίρετη εμπειρία κι αν με ρωτήσετε αν θα το ξανάκανα ναι θα σας απαντούσα, αν βρω και μαξιλαράκι να χωράει στο πανταλόνι πάω μέχρι Ισπανία χωρίς δεύτερη σκέψη.
(Και επειδή μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις, δεν έχω καμιά καλή απ' το συγκεκριμένο cb, αλλά μπορείτε να παρατηρήσετε σ' αυτήν εδώ πόσο βολικό ταξίδι μπορείς να κάνεις. Προσθέστε έναν άνθρωπο που δεν είναι κολλημένος στον οδηγό, ένα ζευγάρι πόδια, ένα κράνος με 5 παραπανίσια εκατοστά και μια τσάντα ορειβατική και μπορείτε να καταλάβετε το παράλογο του πράγματος).

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

Όταν πρέπει να..

Είχα κάτι χρόνια να το κάνω, το 'χα ξεχάσει ομολογώ αν και κάποια πράγματα είναι λίγο πολύ αυτόματες διαδικασίες. Δε ξέρω τι μπορεί να σκέφτεστε, αλλά εννοώ το διάβασμα για εξετάσεις. Βάζεις 700 ξυπνητήρια να σηκωθείς νωρίς να ξεκινήσεις. Έλα που δε μπορείς όμως. Ακόμα και στις 10 το βράδυ που λέει ο λόγος να έχεις καταφέρει να κοιμηθείς, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να σηκωθείς απ' το κρεβάτι πριν τις 12 το μεσημέρι, καθώς ο ύπνος τα πρωινά που έχεις κάτι να κάνεις είναι ως γνωστόν ο πιο γλυκός ύπνος. Άντε πες, σηκώνεσαι. Έχεις α) πονοκέφαλο, β) hangover, γ) νεύρα, δ) επίκτητο ADHD (αυτό που έχουν τα μαλακισμένα κωλόπαιδα που δε μπορούν να κάτσουν ούτε 1 λεπτό ήσυχα μες την τάξη, μόνο που εσένα σε πρόφτασε στη μέση ηλικία, σήμερα το πρωί εντελώς τυχαία).
Και η μέρα με ένα περίεργο τρόπο είναι εξαιρετικά πολυάσχολη, πας να φτιάξεις ένα καφέ παραδείγματος χάρη και συνειδητοποιείς με μεγάλη λύπη ότι πρέπει να πλύνεις τα πιάτα, να κάνεις μια λίστα για ψώνια, να ταχτοποιήσεις τα ντουλάπια και να πετάξεις κι ένα γιουβετσάκι στο φούρνο γιατί το λες 2 χρόνια τώρα και σήμερα είναι η μέρα του.
Όπα, όπα! Την ψυλλιάζεσαι τη δουλεία, έλα λες μαλάκα, ξεκόλα, πρέπει να συγκεντρωθείς!
Πας στην τουαλέτα μέχρι να γίνει ο καφές, βάζεις ένα πλυντήριο, καθαρίζεις τον καθρέφτη, βγάζεις τις τρίχες απ' το νιπτήρα και πριν το καταλάβεις σε βλέπεις αλλόφρων με τη χλωρίνη στο 'να χέρι και την οδοντόβουρτσα στο άλλο να ετοιμάζεσαι να γυαλίσεις τους αρμούς των πλακακίων!
Επανέρχεσαι στην τάξη.
Παίρνεις το καφεδάκι σου να κάνεις ένα τσιγαράκι ΠΡΙΝ ξεκινήσεις (έχει ήδη περάσει μια ώρα που άνοιξες το μάτι σου εννοείται).
Ανοίγεις pc.
Ανοίγεις explorer.
Ανοίγεις facebook.
Έχεις την κρυφή ελπίδα ότι όλοι σου οι παλιοί συμμαθητές και οι φίλοι που έχεις να μιλήσεις 700 χρόνια θα σου έχουν στείλει comments/φωτογραφίες/σημειώσεις/τραγούδια/επεισόδια/e-books και οτιδήποτε μπορεί να σε κάνει να χαζεύεις για πάντα.
Κανείς. Τίποτα.
Η τηλεόραση έχει ανοίξει μ' ένα μαγικό τρόπο και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η κυριούλα απ' τη κοζάνη ή τη λωζάνη ή οπουδήποτε που φτιάχνει έναν μπελαλίδικο κόκορα με χυλοπίτες, ασχέτως του ότι αφενός δε πρόκειται ποτέ να βρεις κόκορα της προκοπής στην Αθήνα και αφετέρου ούτε μια μπριζόλα δε μπορείς να ψήσεις αξιοπρεπώς.
Κι εκεί που είσαι τόσο απελπισμένος που το να δεις την "Κορίνα την αγριόγατα" φαίνεται μια καλή επιλογή με σενάριο που σε κρατάει και αξιόλογες ερμηνείες, σου 'ρχεται!
Ρε μαλάκα, το blog!
Καιρό έχω να γράψω (προχτές), αααα, δε γίνεται έτσι, πρέπει να βρω κάτι να γράψω, λέω γι' αυτό το άρθρο για τους beat τόσο καιρό, σκεφτόμουν και μόλις χτες τον Thunders, ουαου, γαμώ, πρέπει να γράψω, δε το συζητώ!
Αυτή ήταν λοιπόν μια μέση λύση μιας απεγνωσμένης στιγμής. Ούτε καφέ δε σηκώθηκα να ξαναβάλω μη περάσω μπροστά απ' το γραφείο και με πιάσουν τα βιβλία απ' τη μούρη.
Αλλά τώρα θα πάω, αλήθεια.
Και θα προσπαθήσω να μη ξανάρθω σε 10 λεπτά με μια καλύτερη ιδέα για κείμενο.

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Είμεθα Καπνισταί !

Κλέβω τον τίτλο αυτό από έναν φίλο. Πάνε τρία, τέσσερα, πέντε χρόνια, ποιος τα μετράει άλλωστε, που πήρα στα χέρια μου το πιο ουσιαστικό κείμενο ενάντια της αντικαπνιστικής κίνησης που τότε ήταν στα γενοφάσκια της. Δεν τολμώ να το αντιγράψω, ο πολυαγαπημένος Γιάννης χαρίζει τα κείμενα του μονάχα σε ανθρώπους με περίεργα μάτια, θα δανειστώ όμως λίγες λέξεις, θα παραφράσω και θα εμπνευστώ και ξέρω πως θα με συγχωρήσει.
Ξεκινά λοιπόν λέγοντας "Τουλάχιστον εμείς ζήσαμε μια καπνισμένη νιότη", και τελειώνει "Την έχουμε χεσμένη την υγεία σας! Μας βγάλατε τον καρκίνο! Είμαστε καπνιστές, δε μασάμε τα λόγια μας και πάμε γυρεύοντας!!!"

Πόσα τσιγάρα, πόσος καπνός, μια συνήθεια λένε, μια κακή συνήθεια, καλό θα σου κάνει να το μειώσεις, καλύτερα δηλαδή και να το κόψεις, έτσι θα πάνε όλα μια χαρά, θα είσαι παραγωγικός, θα ζεις περισσότερο, δε θα γεμίζεις τα ράντζα των νοσοκομείων με τα προβλήματα σου, δε θα σε πληρώνουν οι ασφαλιστικές, θα μείνει και χώρος στα νεκροταφεία γιατί σαν πολλοί μαζευτήκαμε. Άσε που δεν είναι μόνο αυτό, γιατί τι θα κάνεις, θα βγαίνεις να μπεκροπίνεις μαλάκα ελληναρά χωρίς τη τσιγαριά σου? Όοοχι, θα κάθεσαι σπιτάκι σου και θα κοιμάσαι στην ώρα σου να πας στη δουλίτσα σου χωρίς μαύρους κύκλους το πρωί, θα 'σαι συγκεντρωμένος και δε θα σκέφτεσαι τι ωραία που ήταν αυτή η κοπελίτσα που μίλαγες και πότε θα την ξαναδείς.
Έτσι, σα μαλάκας, θα πηδάς το βράδυ και δε θα μοιράζεσαι ένα τσιγάρο μετά στη σιωπή με την κομμένη ανάσα. Θα κάθεσαι στο κρεβάτι σου και θα κοιτάς ένα ταβάνι άκαπνο, χωρίς σχήματα να χάνονται και να σε παίρνουν μαζί τους στη λήθη τους. Θα πίνεις ένα άνοστο ποτό χωρίς τη τζούρα που ξεφυσάς πάντα προς τα πάνω με το λαιμό τεντωμένο ως την απόλαυση.
Αλλά θα μυρίζεις ρε μαλάκα, θα βρεις και τη γεύση σου, θα βρεις την ευεξία, έτσι, χωρίς κόπο, χωρίς περαιτέρω προσπάθεια, λες κι οι αισθήσεις πρέπει να είναι εξ ορισμού εκεί κι όχι να τις ξεβουλώνεις εσύ με κόπο και ιδρώτα και να τις αφήνεις να φτάσουν μέχρι τα κόκαλα σου, όχι, πρέπει να μυρίζεις τόσο καλά που η οσμές να μην έχουν πια καμία σημασία,να μη σου κάνουν καμία διαφορά.
Έτσι να 'σαι, ωραίος και υγιής, να προσέχεις, να φροντίζεις, να μετράς τι τρως, να μετράς τι πίνεις, να μη βάζεις τίποτα κακό μέσα σου, άλλωστε στα βάζουν άλλοι τα σκατά, δε χρειάζεται να προσπαθήσεις περαιτέρω, πρόσεχε εσύ, βάλε φίλτρα στο νερό να σου καθαρίζουν τους άνθρακες, πέτα τα τηγάνια απ' το παράθυρο να λυτρωθείς, ψάξε να βρεις ντομάτες που να μη μοιάζουν με καρπούζια και χρυσοπλήρωσε τις, βάλε και μια μάσκα αν έχεις να κατέβεις στο κέντρο για δουλειές και θα δεις ρε μαλάκα πως θα νιώθεις μετά. Γαμάτος, ωραίος και κενός. Παραγωγικός μαλακάκος με λίγα λιπαρά.
Έ όχι ρε φίλε. Θα το κρατήσω το τσιγάρο μου, θα τα κρατήσω τα ποτά μου, θα κρατήσω και την αυπνία μου και τη μαλακία μου και την αδρεναλίνη μου και το κωλοφαί που τρώω. Θα τα κρατήσω όλα και δε θα μετανιώνω άμα με προλάβει το ασθενοφόρο, γιατί με την ίδια ευκολία που θα μεταφέρει εμένα μπορεί να τρακάρει τον υγιέστερο άνθρωπο και να σωθεί μονάχα ένας απ' τους δύο μας. Γιατί όπως φυσάς τον καπνό σου κάποτε θα φυσήξεις και μια ανάσα που δε θα την ακολουθεί τίποτα. Κι εκεί θα 'χεις να πεις αν άξιζε τον κόπο. Κι όπως λέει κι ο Γιάννης "Διαβήκαμε τις δεκαετίες καπνίζοντας...δε φύγαμε απ' τις μάχες άκαπνοι"..

Και σοβαρά τώρα, κάποιοι άνθρωποι κάνουν μια κίνηση ενάντια σε όλο αυτό γι' όσους ενδιαφέρονται http://www.scafebar.gr/ και επίσης http://www.facebook.com/group.php?gid=134177056605327

Και όσο για τον Γιάννη, αν τον δείτε θα τον καταλάβετε, φαίνεται το γράψιμο στο πρόσωπο του. Πάρτε τα χαρτιά που έχει να σας προσφέρει κι αν σας χαμογελάσει δώστε προσοχή, θα είναι το πιο αθώο χαμόγελο που θα δείτε ποτέ από έναν μη αθώο άνθρωπο. (Τα κείμενα θα τα αναγνωρίσετε από το "Σύγχρονο Πειραματικό Ινστιτούτο Ανωμαλίας" που θα γράφουν κάτω κάτω !!)

Καλά όλα αυτά, ώρα για τσιγάρο όμως, δε νομίζετε ?..

Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Whoops..

Λάθη.
Ξεκινάς από μωρό. Μπορεί να μη ξέρεις τι σημαίνει "λάθος" ή να μη μπορείς να προφέρεις ούτε καν τη πρώτη συλλαβή της λέξης, αλλά ξέρεις πολύ καλά να χώνεις το χεράκι στην πρίζα και να σκαρφαλώνεις στην κούνια για να κάνεις την Wonder Woman..
Συνεχίζεις μετά, πας νηπιαγωγείο, άλλα λάθη από κει.. Τώρα διαφορετικά, πιο..κοινωνικά! Λες στον Κωστάκη ότι θα τον παντρευτείς, σε πρήζει κι ο Γιωργάκης, του λες κι αυτού το ναι, και μετά σε μισούν κι οι δύο και πάνε να παντρευτούν την Ελενίτσα. Άσε που σου ξέφυγε και προχτές το μυστικό της Μαρίας και είπε τώρα ότι δε θα σου ξαναμιλήσει ποτέ! Σκατά..
Κι εκεί που πιστεύεις ότι 'ντάξει, τώρα έμαθα, δε λέω μυστικά, δεν πιστεύω τα αγόρια και κάνω παρέα με τους παρείσακτους γιατί μια χαρά καταλαβαίνουν από λάθη, τσουυυυπ, να σου η εφηβεία! Η περίοδος των μεγάλων λαθών! Έρωτες, ψέματα, οι πρώτες δουλείες κρυφά απ' τη μάνα, τα πρώτα πηδήματα (και δεν εννοώ πηδήματα από την κούνια πια),έφευγες απ' το σπίτι, έφευγες απ' το σχολείο, της πουτάνας!! Χιλιάδες λάθη, ωραία φάση! Δε το καταλάβαινες βέβαια τότε, αλλά 'ντάξει, να 'χουμε να θυμόμαστε λες τώρα πια που κάνεις τα άλλα λάθη, αυτά τα ενήλικα λάθη, της υπευθυνότητας, της ανεξαρτητοποίησης, της...."ωριμότητας"... Τα ζόρικα τα λάθη, αυτά που τα πληρώνεις σε χρήμα, σε εργατοώρες δηλαδή, που τα πληρώνεις σε μοναξιά, που τα πληρώνεις σε αυπνία, που γαμιέσαι να τα πληρώνεις! Κι είναι τα λάθη που πλέον ξέρεις ότι θα περάσουν, μπορεί να αργήσουν λίγο περισσότερο, μπορεί να σου πηδήξουν ότι έχεις και δεν έχεις, αλλάάάά...θα περάσουν.
Και αυτή είναι η χειρότερη γνώση που μπορείς να έχεις για τα λάθη.. Η γνώση ότι θα περάσουν.. Η γνώση ότι θα τα καταφέρεις, ότι μπορείς, ότι το 'χεις, λίγο από δω, λίγο από κει και όλα θα γίνουν, και όλα καλά θα πάνε και μη το σκέφτεσαι τώρα, έγινε, εδώ είμαστε και θα το περάσουμε κι αυτό και και και..
Θυμάμαι ένα επεισόδιο του Family Guy που ο πανέξυπνος σκύλος Brian ρωτά τη πανέμορφη σύζυγο Lois πως αντέχει όλες τις μαλακίες του ηλίθιου άντρα της Peter. Εκείνη του απαντά ότι έχει μάθει να καταπιέζει τις αντιδράσεις της και η κάμερα κάνει κοντινό στον εγκέφαλο της, όπου ένα εξόγκωμα τραγουδά στο ρυθμό του Amadeus, "I'm a tumor, I'm a tumor, I'm a tumor... oh-oh-oh, I'm a tumor!"
Αν κλαίγαμε σαν μωρά, αν θυμώναμε σαν παιδιά, αν απελπιζόμασταν σαν έφηβοι, τότε ίσως θα ήμασταν όλοι πολύ πολύ καλύτερα. Αλλά μάθαμε να τα πληρώνουμε τα λάθη μας, ατάραχοι και ανέκφραστοι, αγέρωχοι. Σε λεφτά, σε εργασία, σε μοναξιά. Και να στεκόμαστε παρ' όλα τούτα όρθιοι.
Γαμώτο.

ΥΓ. Ο απέναντι έχει βάλει τέρμα το "Και μετά δε μιλάμε πολύ". Με τσακίζει, αλλά καλά μου κάνει. Νομίζω.

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Του τρελού

Εντάξει, τι να πω τώρα, ότι δεν είναι άκυρο? Αλλά είπαμε, ο,τι γουστάρουμε κάνουμε και για ο,τι κάνουμε γράφουμε.
Ήρθε λοιπόν η ώρα, μετά από άπειρες ώρες u tube, να δω κι εγώ από κοντά "τι-στο-διάολο-κάνουν-αυτά-τα-τυπάκια-με-τα-μοτοσακό". Ο λόγος για το παγκόσμιο πρωτάθλημα enduro που φιλοξένησε η πίστα των Σερρών το ΣουΚου που μας πέρασε.
Εντάξει, δηλαδή τώρα τι να πω? Ότι είχαν μισό λατομείο στην ειδική και πέρναγαν από πάνω με στυλ "Μήτσο, πιάσε κι ένα φραπεδάκι"? Ότι 3-4 κορμοί δεν είναι κάτι που πρέπει να σε ανησυχεί? Ότι 5 μέτρα ύψος είναι ότι πρέπει για ένα αλματάκι και βάλε μου και λίγο άμμο από κάτω να κάνω μια επιτόπου να 'υχαριστηθώ?
Εντυπωσιάστηκα, το ομολογώ. Οι τύποι λύσσαγαν, τα μηχανάκια λύσσαγαν, οι θεατές λύσσαγαν! Έφευγες χοροπηδώντας, με 2 κιλά άμμο στο στόμα γιατί δε μπορούσες να το κλείσεις όταν περνούσαν μπροστά σου, επαναλαμβάνοντας "όχι ρε μαλάκα" τουλάχιστον καμιά εκατοστή φορές.
Η αλήθεια είναι ότι κόσμο δεν είχε και μάλλον δεν ήταν και τίποτα φαντασμαγορικό σε σχέση με άλλα κι άλλα, μα όντας η πρώτη μου live παρακολούθηση τέτοιου αγώνα, έχω να πω μονάχα "ΓΟΥΑΑΑΑΟΥΥΥΥ".

Φωτογραφίες δεν έχω, στις περισσότερες έπιασα μόνο τη σκόνη τους και έτσι θεώρησα προτιμότερο να δω ότι προλαβαίνω και να αφήσω τους παλιότερους να τραβήξουν τα videάκια.


Αααα, μπαι δε γουει, βρήκα σήμερα και το blog του πολυαγαπήμενου μου "Λύκου", που ίσως με έχει κάνει να γελάσω περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον (τελευταία σελίδα του "ΜΟΤΟ" ή αλλιώς γιατί το Ε και το ΜΟΤΟ διαβάζονται από πίσω προς τα μπρος). Αν και, δυστυχώς δεν περιλαμβάνει τα άρθρα του, είναι πολύ ενδιαφέρον. So.. http://stoma-tou-lykou.blogspot.com/

Ε, να λοιπόν..



Σάββατο 14 Αυγούστου 2010

Γιατί έτσι.

Δε χλευάζουμε, αντικρούουμε.
Θέλουμε να περπατήσουμε γυμνοί αγγίζοντας τους εαυτούς μας.
Δεν είμαστε πρόστυχοι.
Από το πλήθος σας μας ξεχωρίζει το βλέμμα μας, όχι φτηνά εμφανισιακά τρικ.
Το μίσος μας κάνει όμορφους, ελκυστικούς.
Τα σηκωμένα φρύδια.
Είμαστε αγέρωχοι, το περπάτημα μας καθηλώνει πολλούς.
Είμαστε προσιτοί μονάχα όταν τα βλέμματα είναι συνωμοτικά
Μιλάμε πολύ όταν δε θέλουμε να πούμε τίποτα, κι όταν πια απηυδήσουμε σιωπούμε.
Τα πρωινά, μας προφταίνει ο ύπνος, εφιαλτικός.
Δε ξυπνάμε μουσκεμένοι στον ιδρώτα, έτσι όμως ζούμε τις νύχτες μας.
Έχουμε χώμα στα νύχια μας, στις παλάμες μας, χώμα ακόμα και στα σκασμένα μας χείλη.
Δε μπορούμε να δώσουμε φως στους τυφλούς γι’ αυτό αφήνουμε κάθε πρωί τα μάτια μας στο κομοδίνο.
Μας εντυπωσιάζει η ευφυΐα, μας διεγείρει η απλότητα.
Ακολουθούμε τη ροή της κάθε σκέψης.
Δε πεθαίνουμε ποτέ γιατί βιώνουμε χίλιους θανάτους κάθε μέρα.
Δε καπνίζουμε στους δρόμους, καπνίζουμε τους δρόμους.
Δεν αντιγράφουμε, οικειοποιούμαστε, κι ούτε καν καλοξέρουμε τι.
Είμαστε βρώμικοι, βδελυροί.
Φτύνουμε τα μούτρα μας για να μη τ’ ακουμπήσει κανένας άλλος, φτύνουμε τις ζωές μας.
Δεν είμαστε μοναχικοί, αλλά δε κάνουμε πίσω ποτέ.
Φοβόμαστε μόνο τη δική μας βία.
Πίνουμε για να κοιμηθούμε και πίνουμε για να ξυπνήσουμε, δεν ήταν ποτέ στις προθέσεις μας να πιούμε για να ξεχάσουμε.
Νιώθουμε πολύ κι αυτό είναι πρόβλημα.
Ζητάμε τα πάντα για να μη μας ανήκει τίποτα.
Αντέχουμε μόνο για τις κομμένες ανάσες.
Απολαμβάνουμε την απώλεια, γευόμαστε την απόσταση στο κάθε της εκατοστό.
Δε θυμόμαστε πρόσωπα, δε ριγούμε με ψευδαισθήσεις, δε ψευδόμαστε ποτέ!
Είμαστε πονεμένοι και γι’ αυτό δυνατοί.
Γελάσαμε στο θάνατο που ζήσαμε και ζούμε ένα θάνατο που περιγελούμε.
Τα δάκρυα μας παγώνουν πριν φτάσουν στο στόμα μας.
Έχουμε πληγές στα χέρια και μελανιές στο κορμί χωρίς να ξέρουμε πως βρέθηκαν εκεί.
Δε μας θερίζει η πείνα μα η απραξία.
Δε βάφουμε τα μούτρα μας παρά μόνο με τα χρώματα του πολέμου.
Δε λιώνουμε στις φλόγες, πετάμε μόνο τα περιττά.
Δε κοκαλώνουμε στους πάγους, εκεί αισθανόμαστε όλη μας την ύπαρξη.
Ακούμε φωνές που μας λένε να είμαστε ήρεμοι και όλα θα πάνε καλά.
Μας πλάκωσε η σιωπή μια νύχτα απροκάλυπτα κι εμείς την αγαπήσαμε μ’ ότι ψυχή περίσσευε
Είμαστε σιωπηλοί εχθροί, κρυβόμαστε στις γωνίες με μάτια γυάλινα.
Χάσαμε το δρόμο, λένε. Δε κατανοούν ότι ήμασταν εμείς που ξηλώσαμε τις πινακίδες.
Είμαστε κάπως τρελοί κι αυτό θεωρούμε το μέγιστο μας κατόρθωμα.
Είμαστε εξαντλημένοι στ’ αλήθεια, αλλά δε το βάζουμε κάτω.
Συναίσθημα έχουμε και συναίσθημα δε δείχνουμε.
Και είμαστε γι’ αυτό οργισμένοι.
Μαχαιριές στ’ αλήθεια κι αυτές.
Όχι όμως καθωσπρέπει.
Υστερικά.
Γελάμε και διεκδικούμε.
Αφού σωπάσουμε.
Δεν είμαστε μικροί, και δε θα μάθουμε ποτέ…

Σάββατο 7 Αυγούστου 2010

Για τις "ιστορίες"..

Ήθελα να γράψω μια ιστορία, είμαι βέβαιη γι’ αυτό. Θυμάμαι ήταν μια καλή ιστορία, έξυπνη. Δε μπορώ να σκεφτώ τίποτα για την ιστορία αυτή, ούτε πότε και με ποίο τρόπο δημιουργήθηκε η ιδέα της, ούτε σαφώς γιατί. Νομίζω ήταν μια ανάγκη, ένας τρόπος να ξεφύγω κάπως από ένα τετριμμένο που καθορίζει αυτή τη δημιουργία που με τη σειρά της καθορίζει εμένα. Αλλά και πάλι δεν είμαι σίγουρη. Ίσως έπρεπε να πιεστώ να ανακαλέσω κάποια από τις λεπτομέρειες της, ίσως πάλι και να μην υπάρχει ανάγκη τώρα πια…

Θυμάμαι καμιά φορά ιστορίες άλλων, εκφράσεις και δεδομένα, θυμάμαι πρόσωπα. Έρχονται και κάποια συναισθήματα, δε μπορώ πάντα να τα ονομάσω, δε ξέρω από πότε βρίσκονται εκεί και για ποιο λόγο, ίσως να τα ονειρεύτηκα και να μπερδεύομαι, συμβαίνει συχνά, δεν είμαι πάντα σίγουρη τον τελευταίο καιρό…

Ναι, λοιπόν, η ιστορία! Είδατε ? Πάλι χάνω τον ειρμό μου!

Αν δεν ήταν όλα τούτα γραμμένα μπορεί να ‘χα ξεχάσει πως ασχολήθηκα ποτέ με μια ιστορία για μια χαμένη ιστορία! Ίσως και να ξεκίναγα μια τρίτη ιστορία, μπορεί δηλαδή και τώρα να το κάνω, ένα κομμάτι χαρτί με μουτζούρες δε μπορεί να σε σώσει από τίποτα άλλωστε, ειδικά όταν βρίσκεσαι σ’ ένα λαβύρινθο και δε μπορείς να θυμηθείς από πού στο διάολο μπήκες ή με ποιόν ή αν βρίσκεται κανείς απ ‘έξω και σε περιμένει, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο συνέβαινε θα το είχες σίγουρα ξεχάσει!

Μπορεί να σε ξέχασε κι εκείνος –μια ρομαντική πράξη αγάπης-, μπορεί να βαρέθηκε, ίσως και να σε ψάχνει, τι διαφορά έχει, εγώ ήθελα απλώς να θυμηθώ μια ιστορία και, άθελα μου, ξέχασα όλα τα’ άλλα και θυμήθηκα εσένα!..

Όχι, όχι... Ίσως… Δεν είσαι εσύ, περίμενε, μπλέχτηκα πάλι γαμώτο… Ποιος ήταν και γιατί για εκείνον μιλούσα? Δε πειράζει, άσ’ το, θα το ξεχάσω ούτως ή άλλως, ας μη παιδεύομαι άδικα. Θα γράψω καλύτερα μια ιστορία! Χμμμ…τι ιστορία θα μπορούσα να γράψω? Για ένα παιδί ή ένα αστέρι, για έναν έρωτα ή έναν αλήτη, ίσως για ένα μεθύστακα, ίσως και για κάποιον που θέλησε κάποτε να γράψει μια μονάχα ιστορία και δε τα κατάφερε ποτέ..

Για στάσου…είμαι σίγουρη πως κάτι ξεχνώ…

Παρασκευή 6 Αυγούστου 2010

Never-Never Land

Χαζεύοντας προσφάτως, πέτυχα αυτή-τη-ταινία με τον Johnny Depp που υποδύεται τον συγγραφέα του Peter Pan, και για την οποία βαριέμαι απεριόριστα να γράψω! Πέραν του γλυκανάλατου, όταν κάπου την είχα πρωτοδεί, μου έβγαλε ένα όμορφο συναίσθημα, μια γλύκα, μια αισιοδοξία, κάτι το θετικό βρε αδερφέ!
(Ομολογώ, δεν είναι η κατάλληλη ώρα να γράψω γι' αυτό, αλλά then again, πότε είναι?)
Σκεφτόμουν λοιπόν, αυτό το θέμα της "χώρας του ποτέ-ποτέ", αυτή τη σκηνή πού ο υπέροχος αυτός παντοτινά-νέος καλεί τα παιδαρέλια να φάνε από τα άδεια πιάτα που, με τη βοήθεια της μαγευτικής φαντασίας, γεμίζουν χρώματα ανελέητα φωτεινά και όλοι παίζουν με αυτά τα χρώματα και ο Robin Williams βρίσκεται στο στοιχείο του και οοοοοοοολα μοιάζουν συναρπαστικά!!..
Well, you know the feeling...
Σκεφτόμουν λοιπόν, εδώ, στην καθημερινότητα μας, στην πραγματικότητα μας, στη ζωή μας... που είναι η "never-never land" ?
Ως μικρό παιδί διάβασα τον Μικρό Πρίγκηπα, διάβασα την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, διάβασα τη Χρυσομαλλούσα, μα ποτέ μου δεν ακούμπησα τον "Πήτερ Πάν". Ακόμα και "Οι Άθλιοι" του Ουγκώ ήταν πιο προσφιλές ανάγνωσμα, αν έχετε το θεό σας! Είναι λοιπόν ακριβώς γι' αυτό που θέτω το παραπάνω ερώτημα και γι' αυτό που αναρωτιέμαι.
Μήπως η χώρα του ποτέ-ποτέ δεν είχε ποτέ ανάγκη να οριστεί?
Και κάθομαι λοιπόν και σκέφτομαι..Τι να 'ναι αυτή άραγε?
Να 'ναι οι βραδιές που γυρνάς στο σπίτι σου, ανοίγεις μια μπύρα και κάθεσαι στο μπαλκόνι σου? Να 'ναι οι στιγμές που οι άνθρωποι σού, σου δίνουν ένα φιλί? Να 'ναι το βλέμμα ενός συγκεκριμένου ανθρώπου? Τι να 'ναι? Τι να 'ναι αυτό που μας κάνει ικανούς να πετάξουμε? Ικανούς να ταξιδέψουμε? Ικανούς να μείνουμε για πάντα παιδιά? Ποια είναι εκείνη η στιγμή, εκείνες οι στιγμές που ΌΛΑ είναι δυνατά, όλα είναι εύκολα και αβίαστα, που όλα είναι στο χέρι μας?....
Ποιο μικρο και ασήμαντο πράγμα μας μεταφέρει κατευθείαν σ' αυτή τη μαγική χώρα?
Δε ξέρω τι είναι για σας. Δε ξέρω καλά καλά τι είναι για μένα. Αλλά καταλαβαίνω πολύ καλά πως χρειάζεται πίστη, πως χρειάζεται θέληση, πως χρειάζεται προσπάθεια.
Και πως χρειάζεται πολύ μεγάλη αγάπη..
Γιατί αν όλοι βρισκόμασταν εκεί, τότε δε θα 'ταν η "χώρα του ποτέ-ποτέ", αλλά η "χώρα του πάντα". Και σε μια "χώρα του πάντα", κανείς δε θα ήταν ξεχωριστός..
Μα ευτυχώς δεν είναι τέτοιες οι μαγικές χώρες, όχι! Οι μαγικές χώρες είναι και ποτέ, μα είναι και πάντα..
Ευτυχώς βέβαια, περισσότερο "ποτέ"..
Άλλωστε, όσοι έχουν ήδη χαμογελάσει στην ιδέα αυτής της φαντασίας, έχουν κλείσει τα μάτια τους και νιώθουν, αγκαλιάζουν, ονειρεύονται.. Έχουν κλείσει τα μάτια τους και έχουν βρει αυτό το εισιτήριο για τη μαγική Neverland, το εισιτήριο που ξέρουν πολύ καλά ότι αν αφήσουν τώρα να φύγει από τα χέρια τους, ίσως να μη ξαναβρούν ποτέ..
Εντάξει, ναι, καταλαβαίνω, δε βγάζει νόημα τέτοια ώρα, ok!..
Μα τι έχει περισσότερο νόημα?
Η αστρόσκονη άλλωστε είναι το πιο εύκολο πράγμα να δημιουργήσεις...
Αρκεί ένα χαμόγελο!
Και αν κάνεις μια ευχάριστη σκέψη, τότε έχεις ήδη αρχίσει να πετάς.
Για τη χώρα του Ποτέ-Ποτέ...

Καλημέρα.... :)

Τρίτη 3 Αυγούστου 2010

Επειδή κάποιοι φίλοι μας θυμίζουν τα παλιά.

Οι σκέψεις πετούν πάνω απ’ το κεφάλι μας ή κάνουμε εμείς τους κύκλους σαν γύπες πάνω απ’ αυτές? Τα πάντα επιστρέφουν κάνοντας τη θεία Δίκη αληθοφανή για τους ανάλαφρους. Αν αντικαθιστούσαμε τα πάντα θα δοκιμάζαμε περίπατους στα φύλλα? Οι τόσες ρόδες κάνουν τα πλακάκια να ξεπιάνονται, πάλι καλά, αλλιώς δε θα κατάφερναν χτυπήματα τα βράδια στον ύπνο μας κι εμείς θα μπορούσαμε να σηκωθούμε απ’ το κρεβάτι πιο γρήγορα εξοικονομώντας πολύτιμο χρόνο να πράξουμε. Ποιος θα μας έσωνε τότε! Η σοφία πέφτει κιτρινισμένη το φθινόπωρο, αν κάθεσαι ακίνητος την τρως στο κεφάλι, αλλά χαλάει την αισθητική οπότε κάποιος σύντροφος θα φροντίσει να την πετάξει μακριά σου. Τα σφυριά των ανθρώπων είναι παιδικά παιχνίδια, μόνο ο ήχος που κάνει η επαφή τους με το κεφάλι σου σε τρομάζει λίγο, κυρίως η ενόχληση η διαρκής καταντάει εκνευριστική, αλλά τα πλαστικά όπλα δεν έχουν αληθινές σφαίρες και μόνο τον αέρα πληγώνουν που αρνείται μετά από αυτή σου τη συμπεριφορά να επιτρέψει τις πολυπόθητες αναπνοές σου. Άραγε οι σκελετοί σκέφτονται καλύτερα τώρα που έλιωσε ο εγκέφαλος τους και προετοιμάζουν την επανάσταση τους αργά αφού επιτέλους έχουν χρόνο?

Ο Παράδεισος φλέγεται, το ξέρεις στην αρχή, αλλά πρέπει πρώτα να πεις μαμά και μπαμπά, αλλιώς θα σε πετάξουν στον Καιάδα. Μετά είναι πολύ αργά, έχεις ήδη καταλάβει ότι δε νοιάζεται και κανείς στην πραγματικότητα και πρέπει κι εσύ να ξεχάσεις όλη αυτή την ιστορία γιατί το ντουλάπι με τα φάρμακα είναι ακόμα πολύ ψηλά για σένα. Η ομιλία είναι ότι χειρότερο μπορούσε να συμβεί ποτέ στον άνθρωπο, τον έβαλε να ατροφήσει τα χέρια του και μείνανε αυτά κολλημένα προς τα πάνω. Το πνεύμα έμπηξε δεκατέσσερις πρόκες στο λαιμό του μόλις αντιλήφθηκε τη σήψη της φωτιάς, με αποτέλεσμα μονάχα να μιλά πιο περίεργα απ’ ότι πριν, αλλά λίγο καλύτερα τώρα που δε καταλαβαίνουν τη χροιά του τα γουρούνια. Άλλωστε μόνο αυτά έμειναν πια, ότι είχε φτερά πέταξε, ότι είχε πόδια έτρεξε κι ότι μπορούσε να σκάψει θάφτηκε στη γη, τα γουρούνια δεν κατάλαβαν τίποτα απασχολημένα με τις λάσπες και, μη έχοντας άλλη επιλογή, τρώνε το ένα το άλλο μπας και γλιτώσουμε. Ακόμα και το χορτάρι αυτοκτόνησε, δεν άντεχε πια όλες αυτές τις προκαταλήψεις, έμαθε από ένα πρόσκοπο ν’ ανάβει φωτιά κι έτσι χαίρεται την ομορφιά της καθώς ανεβαίνει ευτυχισμένο προς τον ουρανό. Η ελεύθερη έκφραση προκαλεί προβλήματα στη ροή του σύμπαντος και δε θ’ αντέξουμε κι άλλη έκρηξη δημιουργίας, η οικονομία δεν πάει και τόσο καλά για κάτι τέτοιο και εν τέλει ούτε εσύ ο ίδιος δε θ’ ανεχόσουν τη διαφορετικότητα. Τα δώρα δεν έχουν περιτύλιγμα, μεγαλώσαμε πια, μα δε το καταλάβαμε καλά και θλιβόμαστε απ’ τη σοβαροφάνεια αλλά τι να πεις παρά ένα ευχαριστώ και τίποτα δεν είναι τέλειο άλλωστε.

Εσύ βέβαια εξακολουθείς να κυνηγάς το γαμημένο το μονόκερο, αλλά έχεις διαβάσει πολύ και ξέρεις ότι η μεταφορά είναι ξεπερασμένη, οπότε κάθεσαι σ’ ένα βράχο να κάνεις κανα τσιγάρο να ηρεμίσεις λίγο, μα είναι βρεγμένα όλα απ’ το δικό σου ιδρώτα και δεν έχεις και καναν αναπτήρα της προκοπής να τα στεγνώσεις, οπότε ξεκινάς ξανά το μάταιο κυνήγι με λίγο βαρύτερο βήμα σαφώς και συνείδηση βαρύτερη. Η προσπάθεια είναι προσπάθεια άλλωστε και δε μπορείς να εγκαταλείψεις τώρα που βρίσκεσαι ήδη στην ερημιά, τη γνώμη θα σχηματίσουν για σένα; Ντροπή, ίσως θα μας έσωνε, τουλάχιστον δε θα είχαμε τα πόδια μας ανοιχτά, γιατί για τα στόματα μας ούτε λόγος! Μα καλά, δε βαρεθήκαμε ακόμα?

Για τις νύχτες που "περνάνε" και για εκείνες που ευτυχώς παραμένουν!

Αποκόμματα. Χίλια-εκατόν-ενενήντα-δυο χαρτάκια με γράμματα δικά σου, με γράμματα άλλων, χειρόγραφα ή τυπωμένα, χαρτάκια υπογραμμισμένα, κυκλωμένα ή μισοσκισμένα. Μνήμες, εμπνεύσεις, "να δω", "να δοκιμάσω", "να θυμηθώ", σα να πιάνεται η ζωή μας απ' αυτά τα κωλόχαρτα, που και που τα πετάς όλα να πάνε στο διάολο, καμιά φορά βρίσκεις εκείνα τα μικρούλικα, με τα γράμματα τα δικά σου ή κάποιου άλλου, χαμογελάς, μελαγχολείς και ξαναξεχνάς. Χαρτάκια κομμένα πάντα στο χέρι, σκισμένα, τσαλακωμένα, φθαρμένα..
Τελευταία, τα χαρτάκια που έχω πάντα μαζί μου είναι η στήλη "Νύχτα είναι, θα περάσει", του Σταύρου Σταυρόπουλου από τη "Βιβλιοθήκη" της "Ελευθεροτυπίας". Θυμάμαι το πρώτο από αυτά τα χαρτάκια. Τίτλος "Κατάστιχτη, Πελεκημένη από σπαθιά", Παρασκευή 29 Μάη 2009.
"Η Αλίκη στη χώρα των θανάτων. Έλα, δωσ' μου το χέρι σου. Λέει. Θέλω να μου δείξεις τον κόσμο.
Δεν έχω χέρια. Δε μου μείναν. Κι έπειτα, δεν υπάρχει κόσμος. Μωρό μου."
Αστείο είναι, θυμάμαι δάκρυσα. Δάκρυσα όπως την πρώτη φορά που άκουσα το "Famous Blue Raincoat" του Leonard Cohen στα 16 μου και όπως όταν άκουσα τον Ρίτσο να απαγγέλει τη "Σονάτα του Σεληνόφωτος" στα 20.
Ίσως να ήταν οι στιγμές που έκαναν αυτά τα συγκεκριμένα "καλλιτεχνήματα", μαζί με πολλά ακόμα, να αγγίξουν κάτι ιδιαίτερο μέσα μου, ίσως να 'ναι ότι καμιά φορά νιώθεις πως κοιτάς κάποιον ή κάτι και όλα έχουν ξάφνου νόημα, ίσως απλά να πιστεύεις ότι καταλαβαίνεις τη ροή της σκέψης ή του συναισθήματος κάποιου και να ταυτίζεσαι μ' αυτόν.
Δε γνωρίζω. Δε μ' ενδιαφέρει.
Βαριέμαι άλλωστε τα πολλά λόγια που περιγράφουν πράγματα που δε χωρούν σε λόγια.
Σημαντικό είναι πως έτσι ένιωσα τότε και ,συχνά, μαζεύοντας φανατικά τα "χαρτάκια" του, νιώθω ακόμα έτσι.
Ποτέ όμως σαν εκείνη τη πρώτη φορά.
Έτσι, σαν ένα Ευχαριστώ για την ανυπομονησία κάθε Παρασκευιάτικου πρωινού και για το τσιγάρο εκείνο που απολαμβάνω διαβάζοντας τον κύριο Σταυρόπουλο να μιλά για τις μούσες του, για τη μοναξιά του, για τα ταξίδια και τους έρωτες του με όλα τα πράγματα.
Συστήνω λοιπόν ανεπιφύλακτα, καθώς, όπως πάντα..."νύχτα είναι, θα περάσει".

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Τα τζαπόνια ποτέ δε κοιμούνται, όλε!

Υπάρχει ένα ευφυέστατο επεισόδιο του SouthPark που τιτλοφορείται "Chimpokomon" και αναφέρεται στο δαιμόνιο σχέδιο των Ιαπώνων να κάνουν πλύση εγκεφάλου στα κακόμοιρα πιτσιρίκια της πόλης, οδηγώντας τα να βομβαρδίσουν το Pearl Harbor. Φυσικά, ο όρος Chimpokomon αναφέρεται στα γνωστότατα Pokemon, τα οποία, σύμφωνα με τη συγγραφική ομάδα του αγαπημένου cartoon, αποτελούν ένα σχέδιο της υπερδύναμης για την κατάκτηση του κόσμου.
Κοιτάζοντας γύρω μου, συνειδητοποίησα ότι το στυγερό σχέδιο των Ιαπώνων είναι πραγματικό, μ' έναν πολύ διαφορετικό όμως τρόπο. Ελάτε, κοιτάξτε τους ανθρώπους μες τον καύσωνα, δείτε τις κινήσεις τους! Οι μισοί είναι μπουκωμένοι, οι άλλοι ζαβλακωμένοι και οι περισσότεροι δε μπορούν να στρίψουν το κεφάλι τους πάνω από 15 μοίρες. Τυχαίο?.. Δε νομίζω!
Αν, λέμε αν, εκεί που περπατάγατε σ' αυτή τη κατάσταση, αμέριμνοι και με το ipod ανά χείρας, σηκώνατε το κεφάλι σας και βλέπατε ένα στρατό ninja να ίπταται με τ' αστεράκια τους και όλα τους, τι στο διάολο θα κάνατε? Θα τους λέγατε "Μισό, μισό, μου 'ρχετε ένα φτέρνισμα" ή θα προσπαθούσατε να τους τραυματίσετε με το γιαταγάνι που βρίσκεται σε κάθε αξιοπρεπές backpack, ενώ ο αυχένας σας μπορεί να κάνει λιγότερες κινήσεις από ένα ρομπότ που ανοίγει κονσέρβες?
Ε, ναι λοιπόν, ο αρχηγός της Γιακούζα λέγεται Fujitsu και έχει ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο στο μυαλό του...
Τι νομίζετε άλλωστε ότι κάνει αυτό το μεγάλο κόκκινο κουμπί που όλοι έχουμε δει σε κάθε καταστροφική ή κατα(στροφο)σκοπική ταινία που σέβεται τον εαυτό της? Ότι στέλνει πυρηνικές βόμβες στη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο ή ότι απελευθερώνει χημικά στις παροχές νερού του πλανήτη? Ντροπή και που το σκεφτήκατε, κύριοι! Τα πολυμήχανα τζαπόνια δε θα καταπιάνονταν ποτέ με κάτι τόσο προβλεπόμενο, εν αντιθέσει, θα χρησιμοποιούσαν το εν λόγω κουμπί για να απενεργοποιήσουν αυτόματα όλα μας τα κλιματιστικά! Α, χα !
Φανταστείτε τότε τι έχει να γίνει! Ο πανικός θα ξεκινήσει απ' το Ντουμπάι, η τηλεόραση θα μεταδίδει εικόνες τσιτσιδωμένων αράβων και αεροσυνοδών με Channel να τρέχουν πανικόβλητοι στους 50 βαθμούς Κελσίου. Κι έπειτα, ο κόσμος! Τα περήφανα γηρατειά θα πέσουν πρώτα, ρίχνοντας τα τελευταία τους βρισίδια στο κράτος. Οι κυρατσούλες θα τρώνε τις βεντάλιες τους, την ώρα που τα μεγαλοστελέχη θα αυτοκτονούν κρεμάμενα απ' τις γραβάτες τους. Φανταστείτε τώρα, για παράδειγμα, την Ερμού μέσα σ' αυτό το γενικευμένο πανικό, την ώρα που σκάνε εξ αέρος και οι ninja που λέγαμε παραπάνω! Συναγερμοί θα βαράνε, παπούτσια θα πέφτουν απ' τον ουρανό ωσάν ακρίδες, τσάντες με κομψά συνολάκια θα χρησιμοποιούνται ως πρωτότυπα όπλα και ίσως οι πωλήτριες του Zara να καταφέρουν να σκιάξουν τα ninjaκια για λίγο, τρέχοντας όλες αλαλάζοντας με τα ίδια ρούχα, σαν ένας ιδιόμορφος στρατός. Μόνο οι αφρικανοί με τους μπόγους τους θα μείνουν ατάραχοι να χαζεύουν καθώς ένας-ένας οι κάτοικοι της πόλης θα πέφτουν σαν τα κοτόπουλα απ' τον πανικό και τη ζέστη, άσε που αν οι ninja είναι απ' το Τόκιο, θα κάνουν και χρυσές δουλειές πουλώντας cd.
Αχ, ούτε τη φουστανέλα δε θα μπορούσε να βάλει ο κακομοίρης ο ελληνάρας με τέτοιο πόνο στη πλάτη από τη ψύξη. Βέβαια, με το ζαβλάκωμα απ' τη μη συνηθισμένη ζέστη, είναι πιθανόν μια μεγάλη μερίδα του πλήθους να θεωρήσει ότι οι πολεμιστές αυτοί είναι απλώς ένα ακόμα γκρουπ μεταναστών και ότι οι κατάνες είναι το new age χεράκι-για-ξύσιμο-αυτού-του-δύσκολου-σημείου-στη-ράχη. Άντε λοιπόν, πες εμείς λίγο ο ντάλα ήλιος, λίγο ο ιδρώτας στο μάτι, δε θα καταλάβουμε και πολλά και το μόνο μας ερώτημα θα είναι "Πως δε σκάνε μες τα μαύρα με τον καύσωνα?" ή το πολύ-πολύ "Τι θέλουν πια αυτοί οι κοντοί?". Σκεφτείτε όμως όλους αυτούς μες τα Πεντάγωνα και τις Βουλές, με τους 70 βαθμούς απ' τα pc (των οποίων τα ανεμιστηράκια θα έχουν επίσης απενεργοποιηθεί, προσφέροντας τις περιβόητες εκρήξεις, την τέχνη των οποίων κάθε ninja κατέχει), με τα κοστουμάκια τους και τα 100 κιλά παραπανίσιου λίπους έκαστος, που θα πρέπει να διαπραγματευτούν με τον Ιάπωνα και να καταλάβουν "τι στον κόρακα λέει τούτος εδώ με τη γελοία προφορά" και "γιατί δε τους έφαγαν λάχανο τότε που μπορούσαν".
Και, κάπως έτσι, τόσο απλά, θα παραδοθούμε ολοκληρωτικά, εμείς, ο δυτικός κόσμος, στην ιαπωνική κυριαρχία "για λίγο δροσούλα ρε παιδιά, θα βράσουμε, κι έχω να στείλω και mail στον διευθύνοντα".
Εμένανε προσωπικά ο ανεμιστήρας μου δε κλείνει αυτόματα, δε παθαίνω ψύξη και τον ιδρώτα τον έχω συνηθίσει. Αν μάθω να δένω και τη μπλούζα σε ninja τουρμπάνι θα 'ρθω να σας βοηθήσω..
Αλλά και πάλι... Τα θέλατε και τα πάθατε! Θα κάνω πρωτοποριακό fusion sushi με γεμιστά for living, και θα φορώ και κιμονό που πολύ μου πάει.
Konnichiwa !

Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

Έγκλημα και Ψυχική Ασθένεια ..

Προσφάτως, βρέθηκα να μελετώ ενα εξαιρετικό βιβλίο, της επίσης εξαιρετικής, Φωτεινής Τσαλίκογλου, με τίτλο «Ο μύθος του επικίνδυνου ψυχασθενή». Όπως και με όλα τα βιβλία που προσφέρονται απο τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, ξεκίνησα την ανάγνωση πολύ σκεπτική για το κατα πόσον το σύγγραμα αυτό δε θα είναι φορτωμένο με κοινοτυπίες, χοντροειδείς κατηγοριοποιήσεις και ψυχαναλυτικές υπερβολές. Όπως φαντάζεστε το αποτέλεσμα με εξέπληξε ευχάριστα! Είναι φύσει αδύνατο να αναλύσω διεξοδικά το πώς ο μύθος αυτός της επικινδυνότητας του ψυχικά ασθενή, όπως και η ίδια η έννοια της επικινδυνότητας, καταρίπτονται επιστημονικά, μα θα προσπαθήσω σας κινήσω λίγο την περιέργεια προς αυτή τη κατεύθυνση.

Κάθε προσέγγιση του όρου «τρέλα» αναποφευκτα ξεκινά απο την μεσαιωνική αντίληψη του τρελού ως ενός δαιμονισμένου, επικίνδυνου αμαρτωλού, μια αντίληψη που επέφερε αμέτρητους μαρτυρικούς θανάτους όπως όλοι γνωρίζουμε. Όμως, κατά πόσο η αντίληψη αυτή έχει πραγματικά αλλάξει?

Απο τον 19ο αιώνα, η «νοσολογική θεώρηση της τρέλας», μετέθεσε την παραφροσύνη απο ένα μεταφυσικό φαινόμενο (όπου ο τρελός ήταν δαιμονισμένος), σ’ ένα καθαρά ιατρικό θέμα (όπου θεωρούταν πλέον άρρωστος). Παρ’ όλα αυτά όμως, ο παράφρονας δεν έπαψε να νοείται ως αμαρτωλός και κακός, μόνο που πια η αμαρτία του δεν σχετίζεται με το νόμο του Θεού, αλλά με το νόμο της λογικής που στηρίζει την κοινωνική ζωή. Αντιγράφουμε εδω αυτούσιο «Θα μπορούσε πράγματι κανείς να υποστηρίξει οτι η απομάκρυνση απο τις κοινά αποδεκτές νόρμες συμπεριφοράς που χαρακτηρίζει τον ψυχικά ασθενή εξακολουθεί να αποτελεί μέχρι τις μέρες μας το ισοδύναμο της αμαρτίας».

Η άνοδος της αστικής τάξης στην εξουσία έμμελε ν’ αλλάξει πολύ τα δεδομένα και να καθιερώσει, ουσιαστικά, την Ψυχιατρική, ώς μια ανεξάρτητη και θεσμοποιημένη επιστήμη. Η αστική τάξη, για να διασφαλίσει την παραμονή της στην εξουσία θεώρησε απαραίτητο να θέσει υπο έλεγχο κάθε συμπεριφορά που ξεφεύγει απο τα «προκαθορισμένα και επιθυμητά για εκείνη πλαίσια». Το εξαθλιωμένο, λόγω κυρίως της ταχείας εκβιομηχάνισης, προλεταριάτο, και ειδικά τα άτομα εκείνα που «παρουσιάζουν αποκλίνουσες και παράξενες δομές συμπεριφοράς», εκλαμβάνεται ως μια ανατρεπτική δύναμη η οποία πρέπει απαραιτήτως να τεθεί υπο έλεγχο. Και εδω ακριβώς η πολιτική του ιδρυματισμού έρχεται να προστατεύσει την κοινότητα, δίνοντας « τη δυνατότητα της άγρυπνης και σταθερής παρακολούθησης των ιδιαίτερα προβληματικών περιθωριακών ατόμων που βρίσκονται κλεισμένα εκεί, χαμένα στη σιωπή και τη δυστυχία τους», και να προστατεύσει παράλληλα την εξουσία απο ταξικές συγκρούσεις και προβληματικές ομάδες που απειλούν τη σταθερότητα της. «Η αναγκαιότητα να τεθεί κάτω απο ορθολογιστικό έλεγχο η απόκλιση και να νομιμομοποιηθεί η άσκηση κοινωνική ελέγχου απέναντι της, δημιουργεί τις προυποθέσεις ανάπτυξης ορισμένων επιστημών, όπως εκείνων της Ψυχιατρικής και της Εγκληματολογίας».

Η ψυχιατρική, προσπαθώντας να κερδίσει όλο και περισσότερο έδαφος, αρχίζει να παρεμβαίνει στο ποινικό σύστημα με αφορμή μια σειρά φόνων που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη, φόνων που χαρακτηρίζονταν απο εξαιρετική βιαιότητα, απο έλλειψη ορατών κινήτρων και που προσέβαλλαν «ιερές» και «πανανθρώπινες» αξίες, όπως αυτή της οικογένειας. Αυτοί οι φόνοι μπορούσαν να χαρακτηριστούν παθολογικοί, όμως κανείς απο τους δράστες δε φαινόταν να πάσχει απο κάποια ψυχική διαταραχή, πράγμα που οδήγησε τους ψυχιάτρους της εποχής να διατυπώσουν την άποψη οτι οι δράστες, παρακινήθηκαν σε αυτά ωθούμενοι απο μια «ακατανίκητη» και «απρόβλεπτη» παρόρμηση. Η ύπαρξη αυτής της «παρόρμησης», στοιχειοθέτησε τη θεωρία της ύπαρξης μιας κατηγορίας ακαταλόγιστων ψυχικά ασθενών, των «μονομανιακών». Ο Esquirol υποστήριξε πως «τα άτομα αυτά, ενώ έχουν μια απόλυτα φυσιολογική όψη και συμπεριφορά, είναι ικανά να διαπράξουν, κάτω απο την επίδραση ενός παραληρήματος, αιφνίδια και χωρίς καμία προειδοποίηση, μια οποιαδήποτε αποτρόπαιη εγκληματική πράξη». Λόγω θεωριών παρόμοιων με αυτή της μονομανίας, η επικινδυνότητα εγγράφτηκε ανεξίτηλα στην ψυχική ασθένεια και η τρέλα θεωρήθηκε «ικανή να επιφέρει απροειδοποίητα το έγκλημα» και συγκεκριμένα αυτό που ο Foucault ονόμασε «απόλυτο έγκλημα» και που παραβιάζει όλους τους νόμους της φύσης και της κοινωνίας. Η ψυχική ασθένεια, για μια ακόμη φορά, παρουσιάζεται ως η ενσάρκωση του κακού, η οποία «μπορεί να προκαλέσει αιφνίδια (όταν κανείς δε το προσμένει), αναίτια (όταν κανένας ορατός λόγος δεν υπάρχει), ύπουλα (όταν καμιά ένδειξη της διαταραχής δεν είναι εμφανής), το απόλυτο κακό».

Τι είναι όμως η ψυχική διαταραχή? Η υπερπληροφόρηση των ημερών έχει αναλάβει τον άχαρο ρόλο να σας ενημερώσει για τις μυριάδες θεωρίες, ιατρικές, ψυχαναλυτικές, κοινωνιολογικές, που χρησιμοποιήθηκαν για να ερμηνεύσουν αυτό που ονομάστηκε παθολογική συμπεριφορά και, αν και θεωρείται αναγκαίο, θα αποφύγω να εστιάσω σε αυτές. Εν αντιθέσει, θα αναφέρω μόνο λίγα πράγματα για την «αντιψυχιατρική», μια κίνηση που καταδίκασε τις παραδοσιακές απόψεις για την ψυχική ασθένεια και μετέθεσε το ενδιαφέρον στις κοινωνικές δομές που την ορίζουν. Συγκεκριμένα, η ψυχική διαταραχή θεωρείται «οχι μια αντικειμενικά προσδιορίσιμη κατάσταση, αλλά μια κοινωνικά προσδιορισμένη κατασκευή», οπού το άτομο χαρακτηρίζεται άρρωστο με κοινωνικά κριτήρια και θεραπεύεται επίσης με τέτοια, απο τους ψυχιάτρους που λειτουργούν σε ένα συγκεκρίμενο κοινωνικό δίκτυο που διαμορφώνει τις απόψεις τους. Η ψυχική διαταραχή δεν αποτελεί «σαφή ασυνέχεια απο τη φυσιολογικότητα», αλλά μια «διαφοροποιημένη κατάσταση στη ζωή ενός ατόμου που υπακούει σε αναρίθμητες κοινωνικο-πολιτισμικές μεταβλητές» και που σχετίζεται ακόμα με κάποιο μήνυμα που επικοινωνεί ο άρρωστος προς το περιβάλλον του. Αν, δηλαδή, κάποιος δηλώνει Ναπολέων, αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί ως σύμπτωμα διαταραχής μόνο εαν ο κριτής θεωρήσει οτι το άτομο ΔΕΝ είναι ο Ναπολέων, κάτι που ανάγει την εναρμόνιση της ιδεολογίας του κριτή και του κρινόμενου σε βασικό διαγνωστικό κριτήριο. Θα επανέλθουμε με περισσότερα κάποια άλλη στιγμή, μα για τώρα είναι απαραίτητο να τονίσουμε πως η ψυχική ασθένεια είναι ένας ασαφής όρος που χρησιμοποιείται για να κατηγοριοποιήσει κάποια «μη-φυσιολογικά» χαρακτηριστικά ενός ατόμου σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, με δεδομένη την ηθική και τις νόρμες μιας συγκεκριμένης κοινωνικο-πολιτισμικής πραγματικότητας.

Σημαντικό είναι να αναλύσουμε και την έννοια «επικινδυνότητα» που φαίνεται να ταυτίζεται συχνά με την έννοια «ψυχική ασθένεια». Η «επικινδυνότητα» αναφέρεται στην αυξημένη πιθανότητα εγκληματικής εκτροπής ενός ατόμου. Η Εγκληματολογία είναι η επιστήμη εκείνη που προσπαθεί να βρεί τα χαρακτηριστικά της «επικίνδυνης προσωπικότητας» και να τα θεραπεύσει. Φυσικά, δεν υπάρχει μια σαφώς καθορισμένη και καθολικά αποδεκτή άποψη για τον όρο επικινδυνότητα κι έτσι όλη η κυρίαρχη κοινωνική ηθική μπορεί εύκολα να διεισδύσει στον ορισμό αυτής, επιφέροντας δραματικά αποτελέσματα στην ελευθερία ενός ατόμου. Τόσο η επικινδυνότητα όσο και η ψυχική ασθένεια, δομούνται πάνω στην έννοια της «φυσιολογικότητας», η οποια αναφέρεται στην ικανότητα του ατόμου να προσαρμοστεί στις αξίες και τους κανόνες της άρχουσας τάξης, με τρόπο που κάθε απόκλιση απο τις κοινωνικές νόρμες επιφέρει ετικετάρισμα του ατόμου ως «τρελό» ή ως «επικίνδυνο». Δεν χρειαζόμαστε άλλωστε βιβλία για να παρατηρήσουμε, ακόμα και στη δική μας συμπεριφορά, το πόσο εύκολα έχουμε μάθει να χαρακτηρίζουμε κάποιον «τρελό» και, σχεδόν αυτόματα, να τον αποφεύγουμε απο φόβο.

Τα ερευνητικά δεδομένα είναι μπόλικα και εξαιρετικά ενδιαφέροντα, αλλά είναι μια μελέτη που θα πρέπει να κάνετε μόνοι σας! Συνοπτικά, θα πούμε μόνο οτι η σχέση της επικινδυνότητας με την ψυχική ασθένεια στηρίζεται σε τρείς υποθέσεις που έχουν προσπαθήσει να τεκμηριωθούν επιστημονικά. α. Στην αυξημένη πιθανότητα εγκληματικής εκτροπής των ψυχικά ασθενών (έρευνες σχετικά με την ποσοστό εγκληματικότητας στους ψυχικά ασθενείς και με το ποσοστό ψυχικών ασθενειών στους καταδικασμένους εγκληματίες). β. Στην αποδοχή μιας σχέσης αιτίου-αιτιατού ανάμεσα στην ψυχική ασθένεια κ την εγκληματικότητα (έρευνες σχετικά με τις διαφορές στον τρόπο που εγκληματούν οι ψυχικά ασθενείς σε σχέση με τον «φυσιολογικό» πληθυσμό). γ. Στη θεώρηση των εγκλημάτων των ψυχικά ασθενών ως ακατανόητες και αναίτιες πράξεις.

Μέσα απο όλα αυτά τα δεδομένα αναδύεται η αδυναμία της επιστήμης να τεκμηριώσει τη σχέση μεταξύ ψυχικής ασθένειας και εγκληματικότητας, μια σχέση που όμως έχει τεκμηριωθεί κοινωνικά, εξυπηρετώντας τους σκοπούς της άρχουσας τάξης. Το έγκλημα γίνεται μια άμεση απειλή που δικαιολογεί τη παρέμβαση του ποινικού συστήματος στην καθημερινότητα μας και που αποσπά, με τη βιαιότητα του, την προσοχή μας απο τα καθημερινά «εγκληματα» της άρχουσας τάξης. Το άτομο, ειδικά εκείνο που ανήκει σε μη προνομιούχες κοινωνικές ομάδες, στιγματίζεται ως επικίνδυνο και απομονώνεται, επικυρώνοντας ταυτόχρονα τη φυσιολογικότητα της ευρύτερης κοινωνικής ομάδας. Κι αν αυτά σας φαίνονται περίεργα, σκεφτείτε το πώς νιώθετε περνώντας το βράδυ δίπλα απο κάποιον που μιλάει μόνος του, το πώς αυξάνετε τον ήχο της τηλεόρασης όταν ακούτε για κάποιο «στιγερό έγκλημα», το πως αναφωνείτε «ευτυχώς, μαλάκα, που είμαστε καλά» και το πως ο φόβος έχει γίνει πλέον το πρώτο συναίσθημα που νιώθουμε αντιμετωπίζοντας το διαφορετικό.

«Ο επικίνδυνος ψυχασθενής, λειτουργώντας σαν ένα είδος αποδιοπομπαίου τράγου, επιτρέπει την ενδυνάμωση ενός κυρίαρχου μοντέλου φυσιολογικότητας, απόλυτα εναρμονισμένου με τα συμφέροντα της άρχουσας ιδεολογίας, ενός μοντέλου συνυφασμένου με την καθησυχαστική εικόνα ενός «φιλειρηνικού», «κοινωνικά συγκρατημένου» ατόμου, που θέτει κάτω απο ορθολογισμένο έλεγχο τις όποιες παρορμήσεις του και υποτάσσεται «οικειοθελώς» στις προδιαγραφές μιας πειθαρχημένης και λίγο πολύ προδιαγεγραμμένης πορείας ζωής.»

Πηγές και further reading.

Ο μύθος του επικίνδυνου Ψυχασθενή – Φωτεινή Τσαλίκογλου. Εκδόσεις Παπαζήση.

Σχιζοφρένεια και φόνος – Φωτεινή Τσαλίκογλου. Εκδόσεις Λιβάνη

ΥΓ. Τα βιβλία αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως έναυσμα για το συγκεκριμένο κείμενο,το οποίο αντανακλά τα δικά μου συμπεράσματα, καθώς τις απόψεις της κ.Τσαλίκογλου μπορεί να τις παραθέσει μόνο η ίδια. Τα κομμάτια που χρησιμοποίησα αυτούσια θεωρώ οτι περιγράφουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα δεδομένα στα οποία αναφέρονται. Για να μην παρεξηγούμαστε αυτά και για να μη μας ξεχέσει και κανας Μεγάλος Αδελφός που δε τον έχω κι όρεξη.

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

Ένα αντίο.

Η μνήμη,
κύριο όνομα των θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνον ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.

Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικό, γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.

Κική Δημουλά, απόσπασμα από το ποίημα "Πληθυντικός Αριθμός".
Λείπει μια λέξη.
Η "απώλεια".

Μαθαίνεις λένε, να ζεις με κάτι. Κάνεις δε μας λέει πώς μαθαίνεις να ζεις χωρίς κάτι. Πώς ανοίγεις τα μάτια σου το πρωί και ένα δευτερόλεπτο μετά συνειδητοποιείς ότι κάποιος δεν είναι πια εδώ, δεν είναι πια δίπλα σου. Πώς σηκώνεσαι? Πώς συνεχίζεις?
Ο έρωτας κι ο θάνατος είναι ίσως τα μόνα πράγματα που ο καθένας αντιμετωπίζει διαφορετικά. Δεν υπάρχει μανιέρα, δεν υπάρχει τίποτα, πέραν ίσως από μια παραλυσία που είναι κοινή σε όλους όσους βρισκόμαστε να τα αντιμετωπίσουμε.
Και τι να κάνεις? Τι να πεις? Που να σταθείς? Ο δικός σου πόνος είναι κάτι που μπορείς να χειριστείς, κάτι που θα μάθεις να χειρίζεσαι έστω. Κάτι που μένει αδιαπραγμάτευτο και που είναι δικό σου, μάλλον περισσότερο δικό σου από οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα. Μα τι γίνεται με τον πόνο του άλλου, το πόνο που σε αφήνει κοκαλωμένο, εκεί, να θες να πεις ότι όλα θα πάνε καλά, αλλά να ξέρεις ότι δεν έχει καμία σημασία, να θες να πεις ότι θα περάσει, και να ξέρεις ότι δεν πρόκειται, να θες να το πάρεις εσύ όλο πάνω σου, μα να ξέρεις ότι δεν μπορείς...
Είμαστε όλοι αδύναμοι μπροστά σε αυτό, είμαστε όλοι μικροί και ανίσχυροι, ανόητοι, άβουλοι, μικροί, μικροί, μικροί..
Κάποτε ένας άνθρωπος σήκωσε το ποτήρι του στην υγειά ενός νεκρού.
Κάποτε ένας άλλος άνθρωπος ακούμπησε τον ώμο μου στη σκέψη ενός νεκρού.
Και αυτές είναι οι μόνες κινήσεις που μοιάζουν αληθινές σε σχέση με αυτό το συναίσθημα το μεγαλύτερο από κάθε άλλο, σε σχέση με την απώλεια..
Στο τέλος της μέρας, στο πέρασμα των χρόνων, μένει μονάχα η αγάπη...

Συλλυπητήρια
όνομα ουσιαστικό,
υποτιθέμενα ουδέτερο
μόνο στον πληθυντικό,
πάντα στον πληθυντικό ...



Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010

Μέρες αργίας (?)

Πέμπτη, 8 Ιούλη, ημέρα μαζικών απεργιών και κινητοποιήσεων, όπου στην πόλη δεν κυκλοφορεί τίποτα εκτός από μπριζομένους οδηγούς, ταξιτζήδες που τρίβουν τα χέρια τους, θυμωμένους υπαλλήλους και επαναστάτες με ή χωρίς αιτία (ή να πούμε καλύτερα, με ή χωρίς όραμα). Για κάποιους φυσικά η δουλειά είναι δουλειά και ξεκινήσαμε έτσι πρωί-πρωί, με ο,τι μέσο διέθετε ο καθένας, προσπαθώντας να ξεχάσουμε τα μέτρα που ψηφίζονταν "εκεί μέσα" (και για τα οποία θα φωνάζουμε για πολλά χρόνια), γιατί, άνθρωπος είσαι, πόσο σκέψη ν' αντέξεις πρωινιάτικο.
Οι πορείες ήταν χαλαρές (μάλλον), το έργο τελείωσε σύντομα και δε θρηνήσαμε θύματα, τουλάχιστον όχι από τη μερίδα "θυμάτων" για την οποία μας ενημερώνουν, αλλά όλα αυτά δε θα σας τα πω εγώ, καθώς η μόνη μου συμβολή σε όλο αυτό ήταν να φτιάχνω χυμούς σε ανθρώπους που τελείωσαν την πορεία τους και χρειάζονταν βιταμίνες, γιατί μάλλον η επανάσταση τις σηκώνει.
Το ζήτημα στο οποίο θέλω να καταλήξω είναι η "επιστροφή". Χωρίς συγκοινωνίες και χωρίς το άγχος του χρόνου, τώρα που πια οι δουλειές έχουν τελειώσει, η επιστροφή μπορεί να γίνει μια πρώτης τάξεως αφορμή για χάζεμα! Χωρίς πολλά πολλά, έχετε όλοι χαθεί στην Πλάκα ανάμεσα σε ενθουσιασμένους τουρίστες και κακόγουστα μαγαζιά κάθε είδους, έχετε όλοι περπατήσει τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου την ώρα που δύει ο ήλιος, ακούγοντας τις μουσικές που ξεφυτρώνουν από παντού, συνοδευόμενες από τις μπάλες των πιτσιρικάδων, έχετε όλοι χωθεί στου Φιλοπάππου χωρίς να πολυξέρετε που πηγαίνετε και έχετε όλοι βγει 2 ώρες μετά σε εντελώς διαφορετικό σημείο απ' ότι φανταζόσασταν..
Δεν έχουν νόημα οι λεπτομέρειες, έχετε τις δικές σας, μαγευτικές εικόνες για αυτά, τα έχετε κάνει όλα, είμαι σίγουρη!
Το ερώτημα είναι ... Πότε ?
Πότε χαζέψατε τον πορτοκαλο-γαλαζο-γκρι ουρανό τόσο, που να μη βλέπετε που πατάτε? Πότε μυρίσατε τα χορτάρια? Πότε χαιρετήσατε κάποιον εντελώς άγνωστο? Πότε σφυρίξατε ανέμελα ένα χαζοχαρούμενο σκοπό? Πότε, ουσιαστικά, χάσατε το χρόνο σας και βρήκατε το χαμόγελο σας?
Μήπως θα έπρεπε να καθιερώσουμε μια τέτοια "αργία" μια φορά στις 15 (μη συνηθίζουμε κιόλας)? Ή μήπως πρέπει να θυμόμαστε πόσο κοντά βρίσκονται αυτά τα όμορφα, μοναχικά απογεύματα που μας καθαρίζουν απ' τα μπετά της καθημερινότητας?..
Λοιπόν... Καλό περίπατο ..!

Κατζινγκ

Οι ώρες που ξεκινούν τα πράγματα που σχεδιάζαμε καιρό είναι πάντα λανθασμένες..
Αλλά, παραφράζοντας τον αγαπητό μας κύριο Kerouac, πιστεύουμε πως "πάντα έτσι άσχημα αρχίζουν, οι όμορφες στιγμές". Έτσι, άγαρμπα και αυθόρμητα, μετά από 50 παρόμοιους προλόγους που βρίσκονται στα κατάστιχα μου, ο συγκεκριμένος ίσως να είναι αυτός που θα ξεκινήσει κάτι που, καιρό πριν, κάποιοι άνθρωποι ονομάσαμε "Kicks". Επεξηγώ.
Kicks. Κλωτσιές. Πράγματα που μας ταρακουνούν. Πράγματα που γουστάρουμε. Πράγματα που μας καυλώνουν. Όλα εκείνα που μας κάνουν να πηδάμε από τα κρεβάτια μας με γουρλωμένα μάτια. Τα χιλιοτραγουδισμένα kicks, τα χιλιογραμμένα kicks και τα ακόμα περισσότερα βιωμένα, καθημερινά kicks ολονών μας.
Τα kicks είναι, στο κάτω κάτω, μια μορφή επανάστασης, αυτή η καθημερινότητα η γεμάτη με μικρές, όμορφες πράξεις, εικόνες και σκέψεις που, πολλαπλασιασμένες, μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Και η διαφορά δεν είναι κάτι καθολικό. Δεν είναι κάτι που, μαγικά, θα μας αγγίξει όλους και θα μας κάνει να αλλάξουμε τον κόσμο. Όχι, δε μιλάμε για τέτοιες ιδεολογίες, δε μιλάμε για ταλαντώσεις της κανονικότητας ή για εμπνευσμένα μανιφέστο! Εδώ μιλάμε για τα δικά μας kicks (και για τα kicks οποιουδήποτε θέλει να τα μοιραστεί σαφέστατα). Μιλάμε για τη μαγεία του να δημιουργείς και να δίνεις, για την ομορφιά του να ξεκινάς τη μέρα σου μ' ένα στόχο και κάθετι που συναντάς να γίνεται έμπνευση και αφορμή να συνεχίσεις να προχωράς. Συναισθήματα σαν τον έρωτα που μας έχει κλέψει πια ο φόβος, σαν την παιδικότητα που μας έκλεψαν τα χρόνια, σαν τον αυθορμητισμό για τον οποίο πιστεύουμε ότι κρινόμαστε, σαν όλα αυτά που κρύβονται στις ντουλάπες μας αλλά απ' τα οποία-ευτυχώς-δεν ξεφεύγουμε τελικά ποτέ..
Ας πάρουν λίγο χώρο όλα αυτά, χωρίς δεσμεύσεις και υποχρεώσεις, χωρίς κακίες και αρνητισμούς, παρά μόνο με το χαμόγελο που πάντα φέρνουν οι όμορφες ιδέες μέσα μας.
Έτσι απλά και χωρίς πολλά πολλά, καθώς οι Social Distortion μου φωνάζουν ότι πέφτω σ' ένα "φλεγόμενο δαχτυλίδι της φωτιάς", καλή αρχή ...