Εψές το μεσημέρι ξεκίνησα κι εγώ να πάω μια εκδρομή στην Εύβοια σαββατοκυριακίσια. Στη διαδρομή με το φίλο και συνοδοιπόρο, σκέφτηκα πως έχω ξεχάσει να μιλήσω για τα δεινά ενός πολύωρου ταξιδίου απάνω σε γυμνό μηχανάκι, απ' τη πλευρά όμως του συνοδηγού.
¨Καλά, θα πας μέχρι Αθήνα πάνω στο δισκάκι του καφέ?", λέει ο φίλος Δήμος στις Καβουρότρυπες στην Χαλκιδική.
"Καλέ, ναι, έχω συνηθίσει πια!", απαντάω εγώ, η ανυποψίαστη υποφαινόμενη.
Έχω ήδη κάνει διαδρομή τρεις ώρες απ' τας Σέρρας, έχουμε οργώσει κι όλη την Αττική άπειρες φορές, ε, τι στο διάολο, σκέφτομαι, μια χαρά θα φτάσουμε και τώρα. Διαλειμματάκια, λίγο χάζι, εθνική είναι άλλωστε, δε θα μου ξεκολλήσει το χέρι απ' τα φρεναρίσματα, θα σφίξουν και τα ποδαράκια, suuuuuper!
Καβαλάμε λοιπόν στο πολυαγαπητό CB 1000 R, που αν το έβλεπε ο Ιάπωνας έτσι, με τόσο after market που του χουμε πετάξει πάνω, θα γύρναγε σπίτι του 10 εκατοστά ψηλότερος απ' την περηφάνια. Το αρνητικό βέβαια στην υπόθεση αυτή είναι πως απ' τα λίγα που του 'χουν μείνει απ' τη μάνα του εκτός απ΄ το σκελετό και το ντεπόζιτο, είναι η πίσω ανάρτηση, κάτι που δημιουργεί κάποια ακόμα προβλήματα στον κακομοίρη "εκεί πίσω"..
Πρέπει εδώ να σημειώσω ακόμα πως το κρανάκι μου, με τα μαξιλαράκια μου και τη μυρωδιά μου εγώ δε το 'χω. Είμαι τουναντίον μ' ένα κράνος Can (!?) που ανοίγει κι από κάτω άμα είσαι παπάκιας κι έχει και γυαλί να κατεβαίνει απ' την οροφή για να είσαι ολοκληρωμένος διαστημάνθρωπος και το οποίο το μόνο που μου προσέφερε ήταν άφθονο γέλιο. Βολικό όμως κράνος, δε λέω, αν είχες κακάδι στη μύτη σου χώραγες να βάλεις όλο σου το χεράκι μέσα για να το βγάλεις, άσε που αν πάγωναν τα χέρια σου τα 'χωνες μπροστά στο στόμα σου κι έκανες και μασάζ στο μαγουλάκι. Φυσικά αυτό έχει και τα κακά του. Αερίζεσαι. Και δεν εννοώ με την καλή έννοια. Το κράνος πάει όρτσα, ακολουθώντας τη φορά του ανέμου κι εσύ πρέπει να κρατήσεις το κράνος πάνω στο κεφάλι σου και το κεφάλι σου πάνω στη μοτοσυκλέτα.
Φορτώνομαι λοιπόν μπαγκάζια καθώς, σε γυμνό είσαι, ούτε μια τσίχλα κολλημένη στο φέρινγκ δε μπορείς να μεταφέρεις, και ξεκινάμε με το εξαίρετο στροφιλίκι της Χαλκιδικής, πάρα πολύ όμορφα, περνάμε Θεσσαλονίκη, όλα εξαιρετικά. Και τα χιλιόμετρα περνάνε. Σταματάς στην άκρη του δρόμου, μισό τσιγαράκι, θες βέβαια κανα λεπτό τουλάχιστον να τεντώσεις το 'να πόδι, να τεντώσεις και τ' άλλο για να καταφέρεις να κατέβεις και να μείνεις όρθιος, πας και λίγο σαν να είχες μια ιδιαίτερη ερωτική επαφή με ένα μάτσο αλλόχρωμους εραστές, αλλά τα προβλήματα ουσιαστικά δεν έχουν αρχίσει ακόμα.
Είσαι στην εθνική, μετά από 2 ώρες σερί στο σελάκι, πονάει ο κώλος σου. Όχι, όχι, ΠΟΝΑΕΙ Ο ΚΩΛΟΣ ΣΟΥ. Νιώθεις τους κάλους ν' αρχίζουν να δημιουργούνται. Είσαι σίγουρος ότι σύντομα θα πιάσεις κουβέντα με τις αιμοροίδες σου. Δεν έχεις τίποτα να χαζέψεις γιατί αφενός, όπως προείπαμε είσαι στην εθνική και αφετέρου, άμα τολμήσεις να κοιτάξεις δεξά-αριστέρα φέυγει όλο το Can κι άντε να το μαζέψεις. Όποτε κοιτάς το δρόμο, δε μιλάς, δε στρίβεις, δε ξέρεις που είσαι και πόση ώρα και το μόνο που σκέφτεσαι περιοδικά ανά δευτερόλεπτο είναι "Πονάει ο κώλος μου. Πονάει ο κώλος μου". Μετακομίζεις θα μου πεις στο σελάκι, σηκώνεσαι λίγο, τόσο δα. ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΣ? Ή μήπως νομίζεις ότι έχεις πόδια ικανά να σηκωθούν ή ξέχασες τη τσάντα που όσο να' ναι σε τραβάει μαζί της? Ουσιαστικά λοιπόν, γλιστράς λίγο πάνω στο σελάκι λίγο μπρος ή πίσω εξοικονομώντας από 1 έως 3 λεπτά (πράγμα που γνωρίζεις γιατί δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις απ' το να μετράς δευτερόλεπτα). Και μη λέω μόνο εγώ, κι ο μπροστά τα 'χε τα θεματάκια με τη σέλα του (τη διπλάσια απ'τη δική μου σέλα βέβαια), οπότε τσεκάρεις δρόμο για λακούβες, αρχίζεις τα "Ομ" και τα "Χαίρε Μαρία", συγκεντρώνεσαι και σηκώνεις λίγο το κωλαράκι χωρίς να παίρνεις ανάσα.
Διόδια, ωραίο πράμα όμως. Μια ξεπιάνεσαι λίγο εσύ, μία ο μπροστά, πολύ χαίρεσαι που έχει τόσα πολλά στο δρόμο και πρέπει να σταματήσεις να τα πληρώσεις, αμέ! Άσε που σε ένα από αυτά είναι πίσω μας ένας ΆΓΙΟΣ άνθρωπος μ' ένα Fazer η κάτι τέτοιο ο όποιος έχει την καλή διάθεση να μας δείξει πόσο καλύτερα πάει το δικό του και πόσο χαρούμενος είναι που τρέχει άνετος χωρίς κομοδίνο (συνοδηγό) και μπαγκάζια. Πρέπει να γυάλισε και τον δυονών μας το μάτι. Παίρνουμε θέσεις μάχης και αρχίζουμε το κυνήγι με τον Fazerάκο. Μπρος εμείς, πίσω αυτός, πίσω εμείς, μπρος αυτός, είμαστε και στο σημείο που εθνική δε το λες πια, μια λωρίδα έχει όλη κι όλη και μη σας τα πολυλογώ, περάσαμε κανά εικοσάλεπτο και παραπάνω γκάζι φρένο στο κυνήγι, τα ξεχάσαμε όλα, κώλους, πόδια, χέρια, κράνη, όλα! Βέβαια, λογικό είναι, χωρίς τόσα παραπανήσια κιλά και πιθανότατα με λιγότερες ώρες οδήγηση, μας παράτησε ο Fazerάκος κι εξαφανίστηκε και σύντομα ξεχάσαμε τι ωραία που ήταν κι αρχίσαμε να πονάμε πάλι απ' την αρχή.
Το τι χριστοπαναγίες πρέπει να ρίξαμε κι οι δυό μέσα απ' τα κράνη δε λέγεται. Σκέφτηκα να του κοπανήσω και καμιά κρανιά καλή για να σταματήσει, αλλά Can εναντίον Arai δεν έχει και πολλές πιθανότητες ακόμα κι αν είναι 5 φορές βαρύτερο. Στις 3-4 στάσεις που κάναμε συνολικά όμως ήμασταν τόσο χαρούμενοι που στεκόμασταν όρθιοι οπότε γελούσαμε απλώς σαν μετανάστες που επιστρέφουν στα πάτρια εδάφη.
Τέλος πάντων, ευτυχώς όσο πέρναγαν οι ώρες πηγαίναμε και πιο γρήγορα, γιατί αρχικά είχαμε τη φαεινή ιδέα να το πάμε απλά στο σβέλτο, ιδέα στην οποία, αν εμέναμε, εγώ θα την έβλεπα καμικάζι και θα έφευγα τραβώντας τα κορδόνια της τσάντας μπας και υπάρχει και κανα αλεξίπτωτο εκεί μέσα. Αυτό αν προλάβαινα βέβαια και δε με άδειαζε πρώτος εκείνος στο δρόμο κι έφευγε σουζάροντας.
Εν ολίγης μια χαρά ήταν, εξαίρετη εμπειρία κι αν με ρωτήσετε αν θα το ξανάκανα ναι θα σας απαντούσα, αν βρω και μαξιλαράκι να χωράει στο πανταλόνι πάω μέχρι Ισπανία χωρίς δεύτερη σκέψη.
(Και επειδή μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις, δεν έχω καμιά καλή απ' το συγκεκριμένο cb, αλλά μπορείτε να παρατηρήσετε σ' αυτήν εδώ πόσο βολικό ταξίδι μπορείς να κάνεις. Προσθέστε έναν άνθρωπο που δεν είναι κολλημένος στον οδηγό, ένα ζευγάρι πόδια, ένα κράνος με 5 παραπανίσια εκατοστά και μια τσάντα ορειβατική και μπορείτε να καταλάβετε το παράλογο του πράγματος).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου