Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Και μου 'λεγε η μάνα μου, μη πίνεις Jameson παιδί μου.

Η πραγματικότητα κερδίζει πάντα. Πικρή, ανένδοτη, ζόρικη, γλυκιά, απλή, βαρετή, υπέροχη, πιο επίθετο θα μπορούσε να δημιουργηθεί που να μη της ταιριάζει? Παίζεις ένα παιχνίδι με βόλους και απέναντι σου η μέρα, η κάθε μέρα, όλες οι μέρες οι άπειρες, με χίλια χρώματα φορεμένα πάνω τους, πώς να κερδίσεις? Κάθεσαι ο μαλάκας και λες, θα παίξω, ξέρω ότι θα χάσω, αλλά να, κάπου εκεί στο βάθος βλέπω κάτι στο φόρεμα μιας μέρας στο άπειρο, ναι, ένα κόκκινο τόσο έντονο, θέλω να το δω από κοντά! Και κάνεις να ξανακοιτάξεις και το κόκκινο έχει χαθεί, είναι κάπου αλλού, πού να'ναι? Άνθρωποι κρέμονται απ' τα χέρια της κάθε μέρας, δε τους ξέρεις, δε τους συμπαθείς, μπορεί να τους αγαπάς μέχρι τότε, μπορεί να τους μισείς, στο ίδιο συνεχές είναι όλα αυτά, ποιοι είναι? ποιος είσαι? Τι θέλουν να σου πουν αυτές οι μέρες, τι ξέρουν? Δεν έχουν βλέμμα, δε μπορείς να μαντέψεις, δε νοιάζεσαι άλλωστε αρκετά για να πέσεις σε τέτοια πηγάδια, να παίξεις θες μόνο, μα αποκαρδιώνεσαι λιγάκι που ο δρόμος δεν έχει έξοδο. Κι οι μέρες κερδίζουν, έρχονται, περνάνε και εξαφανίζονται στο άπειρο απ' όπου ήρθαν, δε μπορείς να τις ακουμπήσεις καν, χάνονται κάτω απ' τα χέρια σου, κάποτε σκεφτόσουν ότι αυτό συμβαίνει γιατί είναι φτιαγμένες απ' όνειρο, τώρα δεν είσαι και τόσο σίγουρος αν είναι καν φτιαγμένες από αλήθεια. Κι αρχίζεις και κουράζεσαι απ' τη σκυφτή και άβολη στάση, θες να ξαπλώσεις να κοιμηθείς κι αυτές να περνάνε, να παίζουν μόνες τους, να κερδίζουν και να χάνουν και να μη σε νοιάζει, αλλά όλο και κάτι υπέροχο περιμένεις να φορά η επόμενη ή ίσως αυτή παρακάτω και να, ήταν και μερικές που δε τους έδωσες σημασία και μετάνιωσες που δεν είδες όλα τους τα χρώματα. Παίρνεις μια ανάσα και παίζεις ξανά, λίγο από τύψεις, λίγο από φόβο, λίγο από προσδοκίες, κάθεσαι και τις αφήνεις να συνεχίσουν την παρέλαση τους, κουρασμένος και χαμένος, ακόμα και αφού έχεις δει το ομορφότερο χρώμα και τον πιο γλυκό άνθρωπο που θα μπορούσαν να κουβαλούν, πάλι κουρασμένος και χαμένος απ' το συνεχές, πάλι κουρασμένος και χαμένος απ' τα γκρίζα και τα μαύρα που έρχονται στην αμέσως επόμενη, πάντα κουρασμένος και χαμένος να παίζεις με τους ίδιους χρωματιστούς σου βόλους, την ελπίδα, το φόβο, τη μαγεία και τη θλίψη.

Τη βαρέθηκα αυτή τη γαμημένη μεταφορά. Μ' έχει ήδη νικήσει η μέρα κι έχει πολύ ακόμα, 'ντάξει?