Προσφάτως, βρέθηκα να μελετώ ενα εξαιρετικό βιβλίο, της επίσης εξαιρετικής, Φωτεινής Τσαλίκογλου, με τίτλο «Ο μύθος του επικίνδυνου ψυχασθενή». Όπως και με όλα τα βιβλία που προσφέρονται απο τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, ξεκίνησα την ανάγνωση πολύ σκεπτική για το κατα πόσον το σύγγραμα αυτό δε θα είναι φορτωμένο με κοινοτυπίες, χοντροειδείς κατηγοριοποιήσεις και ψυχαναλυτικές υπερβολές. Όπως φαντάζεστε το αποτέλεσμα με εξέπληξε ευχάριστα! Είναι φύσει αδύνατο να αναλύσω διεξοδικά το πώς ο μύθος αυτός της επικινδυνότητας του ψυχικά ασθενή, όπως και η ίδια η έννοια της επικινδυνότητας, καταρίπτονται επιστημονικά, μα θα προσπαθήσω σας κινήσω λίγο την περιέργεια προς αυτή τη κατεύθυνση.
Κάθε προσέγγιση του όρου «τρέλα» αναποφευκτα ξεκινά απο την μεσαιωνική αντίληψη του τρελού ως ενός δαιμονισμένου, επικίνδυνου αμαρτωλού, μια αντίληψη που επέφερε αμέτρητους μαρτυρικούς θανάτους όπως όλοι γνωρίζουμε. Όμως, κατά πόσο η αντίληψη αυτή έχει πραγματικά αλλάξει?
Απο τον 19ο αιώνα, η «νοσολογική θεώρηση της τρέλας», μετέθεσε την παραφροσύνη απο ένα μεταφυσικό φαινόμενο (όπου ο τρελός ήταν δαιμονισμένος), σ’ ένα καθαρά ιατρικό θέμα (όπου θεωρούταν πλέον άρρωστος). Παρ’ όλα αυτά όμως, ο παράφρονας δεν έπαψε να νοείται ως αμαρτωλός και κακός, μόνο που πια η αμαρτία του δεν σχετίζεται με το νόμο του Θεού, αλλά με το νόμο της λογικής που στηρίζει την κοινωνική ζωή. Αντιγράφουμε εδω αυτούσιο «Θα μπορούσε πράγματι κανείς να υποστηρίξει οτι η απομάκρυνση απο τις κοινά αποδεκτές νόρμες συμπεριφοράς που χαρακτηρίζει τον ψυχικά ασθενή εξακολουθεί να αποτελεί μέχρι τις μέρες μας το ισοδύναμο της αμαρτίας».
Η άνοδος της αστικής τάξης στην εξουσία έμμελε ν’ αλλάξει πολύ τα δεδομένα και να καθιερώσει, ουσιαστικά, την Ψυχιατρική, ώς μια ανεξάρτητη και θεσμοποιημένη επιστήμη. Η αστική τάξη, για να διασφαλίσει την παραμονή της στην εξουσία θεώρησε απαραίτητο να θέσει υπο έλεγχο κάθε συμπεριφορά που ξεφεύγει απο τα «προκαθορισμένα και επιθυμητά για εκείνη πλαίσια». Το εξαθλιωμένο, λόγω κυρίως της ταχείας εκβιομηχάνισης, προλεταριάτο, και ειδικά τα άτομα εκείνα που «παρουσιάζουν αποκλίνουσες και παράξενες δομές συμπεριφοράς», εκλαμβάνεται ως μια ανατρεπτική δύναμη η οποία πρέπει απαραιτήτως να τεθεί υπο έλεγχο. Και εδω ακριβώς η πολιτική του ιδρυματισμού έρχεται να προστατεύσει την κοινότητα, δίνοντας « τη δυνατότητα της άγρυπνης και σταθερής παρακολούθησης των ιδιαίτερα προβληματικών περιθωριακών ατόμων που βρίσκονται κλεισμένα εκεί, χαμένα στη σιωπή και τη δυστυχία τους», και να προστατεύσει παράλληλα την εξουσία απο ταξικές συγκρούσεις και προβληματικές ομάδες που απειλούν τη σταθερότητα της. «Η αναγκαιότητα να τεθεί κάτω απο ορθολογιστικό έλεγχο η απόκλιση και να νομιμομοποιηθεί η άσκηση κοινωνική ελέγχου απέναντι της, δημιουργεί τις προυποθέσεις ανάπτυξης ορισμένων επιστημών, όπως εκείνων της Ψυχιατρικής και της Εγκληματολογίας».
Η ψυχιατρική, προσπαθώντας να κερδίσει όλο και περισσότερο έδαφος, αρχίζει να παρεμβαίνει στο ποινικό σύστημα με αφορμή μια σειρά φόνων που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη, φόνων που χαρακτηρίζονταν απο εξαιρετική βιαιότητα, απο έλλειψη ορατών κινήτρων και που προσέβαλλαν «ιερές» και «πανανθρώπινες» αξίες, όπως αυτή της οικογένειας. Αυτοί οι φόνοι μπορούσαν να χαρακτηριστούν παθολογικοί, όμως κανείς απο τους δράστες δε φαινόταν να πάσχει απο κάποια ψυχική διαταραχή, πράγμα που οδήγησε τους ψυχιάτρους της εποχής να διατυπώσουν την άποψη οτι οι δράστες, παρακινήθηκαν σε αυτά ωθούμενοι απο μια «ακατανίκητη» και «απρόβλεπτη» παρόρμηση. Η ύπαρξη αυτής της «παρόρμησης», στοιχειοθέτησε τη θεωρία της ύπαρξης μιας κατηγορίας ακαταλόγιστων ψυχικά ασθενών, των «μονομανιακών». Ο Esquirol υποστήριξε πως «τα άτομα αυτά, ενώ έχουν μια απόλυτα φυσιολογική όψη και συμπεριφορά, είναι ικανά να διαπράξουν, κάτω απο την επίδραση ενός παραληρήματος, αιφνίδια και χωρίς καμία προειδοποίηση, μια οποιαδήποτε αποτρόπαιη εγκληματική πράξη». Λόγω θεωριών παρόμοιων με αυτή της μονομανίας, η επικινδυνότητα εγγράφτηκε ανεξίτηλα στην ψυχική ασθένεια και η τρέλα θεωρήθηκε «ικανή να επιφέρει απροειδοποίητα το έγκλημα» και συγκεκριμένα αυτό που ο Foucault ονόμασε «απόλυτο έγκλημα» και που παραβιάζει όλους τους νόμους της φύσης και της κοινωνίας. Η ψυχική ασθένεια, για μια ακόμη φορά, παρουσιάζεται ως η ενσάρκωση του κακού, η οποία «μπορεί να προκαλέσει αιφνίδια (όταν κανείς δε το προσμένει), αναίτια (όταν κανένας ορατός λόγος δεν υπάρχει), ύπουλα (όταν καμιά ένδειξη της διαταραχής δεν είναι εμφανής), το απόλυτο κακό».
Τι είναι όμως η ψυχική διαταραχή? Η υπερπληροφόρηση των ημερών έχει αναλάβει τον άχαρο ρόλο να σας ενημερώσει για τις μυριάδες θεωρίες, ιατρικές, ψυχαναλυτικές, κοινωνιολογικές, που χρησιμοποιήθηκαν για να ερμηνεύσουν αυτό που ονομάστηκε παθολογική συμπεριφορά και, αν και θεωρείται αναγκαίο, θα αποφύγω να εστιάσω σε αυτές. Εν αντιθέσει, θα αναφέρω μόνο λίγα πράγματα για την «αντιψυχιατρική», μια κίνηση που καταδίκασε τις παραδοσιακές απόψεις για την ψυχική ασθένεια και μετέθεσε το ενδιαφέρον στις κοινωνικές δομές που την ορίζουν. Συγκεκριμένα, η ψυχική διαταραχή θεωρείται «οχι μια αντικειμενικά προσδιορίσιμη κατάσταση, αλλά μια κοινωνικά προσδιορισμένη κατασκευή», οπού το άτομο χαρακτηρίζεται άρρωστο με κοινωνικά κριτήρια και θεραπεύεται επίσης με τέτοια, απο τους ψυχιάτρους που λειτουργούν σε ένα συγκεκρίμενο κοινωνικό δίκτυο που διαμορφώνει τις απόψεις τους. Η ψυχική διαταραχή δεν αποτελεί «σαφή ασυνέχεια απο τη φυσιολογικότητα», αλλά μια «διαφοροποιημένη κατάσταση στη ζωή ενός ατόμου που υπακούει σε αναρίθμητες κοινωνικο-πολιτισμικές μεταβλητές» και που σχετίζεται ακόμα με κάποιο μήνυμα που επικοινωνεί ο άρρωστος προς το περιβάλλον του. Αν, δηλαδή, κάποιος δηλώνει Ναπολέων, αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί ως σύμπτωμα διαταραχής μόνο εαν ο κριτής θεωρήσει οτι το άτομο ΔΕΝ είναι ο Ναπολέων, κάτι που ανάγει την εναρμόνιση της ιδεολογίας του κριτή και του κρινόμενου σε βασικό διαγνωστικό κριτήριο. Θα επανέλθουμε με περισσότερα κάποια άλλη στιγμή, μα για τώρα είναι απαραίτητο να τονίσουμε πως η ψυχική ασθένεια είναι ένας ασαφής όρος που χρησιμοποιείται για να κατηγοριοποιήσει κάποια «μη-φυσιολογικά» χαρακτηριστικά ενός ατόμου σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, με δεδομένη την ηθική και τις νόρμες μιας συγκεκριμένης κοινωνικο-πολιτισμικής πραγματικότητας.
Σημαντικό είναι να αναλύσουμε και την έννοια «επικινδυνότητα» που φαίνεται να ταυτίζεται συχνά με την έννοια «ψυχική ασθένεια». Η «επικινδυνότητα» αναφέρεται στην αυξημένη πιθανότητα εγκληματικής εκτροπής ενός ατόμου. Η Εγκληματολογία είναι η επιστήμη εκείνη που προσπαθεί να βρεί τα χαρακτηριστικά της «επικίνδυνης προσωπικότητας» και να τα θεραπεύσει. Φυσικά, δεν υπάρχει μια σαφώς καθορισμένη και καθολικά αποδεκτή άποψη για τον όρο επικινδυνότητα κι έτσι όλη η κυρίαρχη κοινωνική ηθική μπορεί εύκολα να διεισδύσει στον ορισμό αυτής, επιφέροντας δραματικά αποτελέσματα στην ελευθερία ενός ατόμου. Τόσο η επικινδυνότητα όσο και η ψυχική ασθένεια, δομούνται πάνω στην έννοια της «φυσιολογικότητας», η οποια αναφέρεται στην ικανότητα του ατόμου να προσαρμοστεί στις αξίες και τους κανόνες της άρχουσας τάξης, με τρόπο που κάθε απόκλιση απο τις κοινωνικές νόρμες επιφέρει ετικετάρισμα του ατόμου ως «τρελό» ή ως «επικίνδυνο». Δεν χρειαζόμαστε άλλωστε βιβλία για να παρατηρήσουμε, ακόμα και στη δική μας συμπεριφορά, το πόσο εύκολα έχουμε μάθει να χαρακτηρίζουμε κάποιον «τρελό» και, σχεδόν αυτόματα, να τον αποφεύγουμε απο φόβο.
Τα ερευνητικά δεδομένα είναι μπόλικα και εξαιρετικά ενδιαφέροντα, αλλά είναι μια μελέτη που θα πρέπει να κάνετε μόνοι σας! Συνοπτικά, θα πούμε μόνο οτι η σχέση της επικινδυνότητας με την ψυχική ασθένεια στηρίζεται σε τρείς υποθέσεις που έχουν προσπαθήσει να τεκμηριωθούν επιστημονικά. α. Στην αυξημένη πιθανότητα εγκληματικής εκτροπής των ψυχικά ασθενών (έρευνες σχετικά με την ποσοστό εγκληματικότητας στους ψυχικά ασθενείς και με το ποσοστό ψυχικών ασθενειών στους καταδικασμένους εγκληματίες). β. Στην αποδοχή μιας σχέσης αιτίου-αιτιατού ανάμεσα στην ψυχική ασθένεια κ την εγκληματικότητα (έρευνες σχετικά με τις διαφορές στον τρόπο που εγκληματούν οι ψυχικά ασθενείς σε σχέση με τον «φυσιολογικό» πληθυσμό). γ. Στη θεώρηση των εγκλημάτων των ψυχικά ασθενών ως ακατανόητες και αναίτιες πράξεις.
Μέσα απο όλα αυτά τα δεδομένα αναδύεται η αδυναμία της επιστήμης να τεκμηριώσει τη σχέση μεταξύ ψυχικής ασθένειας και εγκληματικότητας, μια σχέση που όμως έχει τεκμηριωθεί κοινωνικά, εξυπηρετώντας τους σκοπούς της άρχουσας τάξης. Το έγκλημα γίνεται μια άμεση απειλή που δικαιολογεί τη παρέμβαση του ποινικού συστήματος στην καθημερινότητα μας και που αποσπά, με τη βιαιότητα του, την προσοχή μας απο τα καθημερινά «εγκληματα» της άρχουσας τάξης. Το άτομο, ειδικά εκείνο που ανήκει σε μη προνομιούχες κοινωνικές ομάδες, στιγματίζεται ως επικίνδυνο και απομονώνεται, επικυρώνοντας ταυτόχρονα τη φυσιολογικότητα της ευρύτερης κοινωνικής ομάδας. Κι αν αυτά σας φαίνονται περίεργα, σκεφτείτε το πώς νιώθετε περνώντας το βράδυ δίπλα απο κάποιον που μιλάει μόνος του, το πώς αυξάνετε τον ήχο της τηλεόρασης όταν ακούτε για κάποιο «στιγερό έγκλημα», το πως αναφωνείτε «ευτυχώς, μαλάκα, που είμαστε καλά» και το πως ο φόβος έχει γίνει πλέον το πρώτο συναίσθημα που νιώθουμε αντιμετωπίζοντας το διαφορετικό.
«Ο επικίνδυνος ψυχασθενής, λειτουργώντας σαν ένα είδος αποδιοπομπαίου τράγου, επιτρέπει την ενδυνάμωση ενός κυρίαρχου μοντέλου φυσιολογικότητας, απόλυτα εναρμονισμένου με τα συμφέροντα της άρχουσας ιδεολογίας, ενός μοντέλου συνυφασμένου με την καθησυχαστική εικόνα ενός «φιλειρηνικού», «κοινωνικά συγκρατημένου» ατόμου, που θέτει κάτω απο ορθολογισμένο έλεγχο τις όποιες παρορμήσεις του και υποτάσσεται «οικειοθελώς» στις προδιαγραφές μιας πειθαρχημένης και λίγο πολύ προδιαγεγραμμένης πορείας ζωής.»
Πηγές και further reading.
Ο μύθος του επικίνδυνου Ψυχασθενή – Φωτεινή Τσαλίκογλου. Εκδόσεις Παπαζήση.
Σχιζοφρένεια και φόνος – Φωτεινή Τσαλίκογλου. Εκδόσεις Λιβάνη
ΥΓ. Τα βιβλία αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως έναυσμα για το συγκεκριμένο κείμενο,το οποίο αντανακλά τα δικά μου συμπεράσματα, καθώς τις απόψεις της κ.Τσαλίκογλου μπορεί να τις παραθέσει μόνο η ίδια. Τα κομμάτια που χρησιμοποίησα αυτούσια θεωρώ οτι περιγράφουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα δεδομένα στα οποία αναφέρονται. Για να μην παρεξηγούμαστε αυτά και για να μη μας ξεχέσει και κανας Μεγάλος Αδελφός που δε τον έχω κι όρεξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου