Δε χλευάζουμε, αντικρούουμε.
Θέλουμε να περπατήσουμε γυμνοί αγγίζοντας τους εαυτούς μας.
Δεν είμαστε πρόστυχοι.
Από το πλήθος σας μας ξεχωρίζει το βλέμμα μας, όχι φτηνά εμφανισιακά τρικ.
Το μίσος μας κάνει όμορφους, ελκυστικούς.
Τα σηκωμένα φρύδια.
Είμαστε αγέρωχοι, το περπάτημα μας καθηλώνει πολλούς.
Είμαστε προσιτοί μονάχα όταν τα βλέμματα είναι συνωμοτικά
Μιλάμε πολύ όταν δε θέλουμε να πούμε τίποτα, κι όταν πια απηυδήσουμε σιωπούμε.
Τα πρωινά, μας προφταίνει ο ύπνος, εφιαλτικός.
Δε ξυπνάμε μουσκεμένοι στον ιδρώτα, έτσι όμως ζούμε τις νύχτες μας.
Έχουμε χώμα στα νύχια μας, στις παλάμες μας, χώμα ακόμα και στα σκασμένα μας χείλη.
Δε μπορούμε να δώσουμε φως στους τυφλούς γι’ αυτό αφήνουμε κάθε πρωί τα μάτια μας στο κομοδίνο.
Μας εντυπωσιάζει η ευφυΐα, μας διεγείρει η απλότητα.
Ακολουθούμε τη ροή της κάθε σκέψης.
Δε πεθαίνουμε ποτέ γιατί βιώνουμε χίλιους θανάτους κάθε μέρα.
Δε καπνίζουμε στους δρόμους, καπνίζουμε τους δρόμους.
Δεν αντιγράφουμε, οικειοποιούμαστε, κι ούτε καν καλοξέρουμε τι.
Είμαστε βρώμικοι, βδελυροί.
Φτύνουμε τα μούτρα μας για να μη τ’ ακουμπήσει κανένας άλλος, φτύνουμε τις ζωές μας.
Δεν είμαστε μοναχικοί, αλλά δε κάνουμε πίσω ποτέ.
Φοβόμαστε μόνο τη δική μας βία.
Πίνουμε για να κοιμηθούμε και πίνουμε για να ξυπνήσουμε, δεν ήταν ποτέ στις προθέσεις μας να πιούμε για να ξεχάσουμε.
Νιώθουμε πολύ κι αυτό είναι πρόβλημα.
Ζητάμε τα πάντα για να μη μας ανήκει τίποτα.
Αντέχουμε μόνο για τις κομμένες ανάσες.
Απολαμβάνουμε την απώλεια, γευόμαστε την απόσταση στο κάθε της εκατοστό.
Δε θυμόμαστε πρόσωπα, δε ριγούμε με ψευδαισθήσεις, δε ψευδόμαστε ποτέ!
Είμαστε πονεμένοι και γι’ αυτό δυνατοί.
Γελάσαμε στο θάνατο που ζήσαμε και ζούμε ένα θάνατο που περιγελούμε.
Τα δάκρυα μας παγώνουν πριν φτάσουν στο στόμα μας.
Έχουμε πληγές στα χέρια και μελανιές στο κορμί χωρίς να ξέρουμε πως βρέθηκαν εκεί.
Δε μας θερίζει η πείνα μα η απραξία.
Δε βάφουμε τα μούτρα μας παρά μόνο με τα χρώματα του πολέμου.
Δε λιώνουμε στις φλόγες, πετάμε μόνο τα περιττά.
Δε κοκαλώνουμε στους πάγους, εκεί αισθανόμαστε όλη μας την ύπαρξη.
Ακούμε φωνές που μας λένε να είμαστε ήρεμοι και όλα θα πάνε καλά.
Μας πλάκωσε η σιωπή μια νύχτα απροκάλυπτα κι εμείς την αγαπήσαμε μ’ ότι ψυχή περίσσευε
Είμαστε σιωπηλοί εχθροί, κρυβόμαστε στις γωνίες με μάτια γυάλινα.
Χάσαμε το δρόμο, λένε. Δε κατανοούν ότι ήμασταν εμείς που ξηλώσαμε τις πινακίδες.
Είμαστε κάπως τρελοί κι αυτό θεωρούμε το μέγιστο μας κατόρθωμα.
Είμαστε εξαντλημένοι στ’ αλήθεια, αλλά δε το βάζουμε κάτω.
Συναίσθημα έχουμε και συναίσθημα δε δείχνουμε.
Και είμαστε γι’ αυτό οργισμένοι.
Μαχαιριές στ’ αλήθεια κι αυτές.
Όχι όμως καθωσπρέπει.
Υστερικά.
Γελάμε και διεκδικούμε.
Αφού σωπάσουμε.
Δεν είμαστε μικροί, και δε θα μάθουμε ποτέ…
Σάββατο 14 Αυγούστου 2010
Γιατί έτσι.
Σάββατο 7 Αυγούστου 2010
Για τις "ιστορίες"..
Ήθελα να γράψω μια ιστορία, είμαι βέβαιη γι’ αυτό. Θυμάμαι ήταν μια καλή ιστορία, έξυπνη. Δε μπορώ να σκεφτώ τίποτα για την ιστορία αυτή, ούτε πότε και με ποίο τρόπο δημιουργήθηκε η ιδέα της, ούτε σαφώς γιατί. Νομίζω ήταν μια ανάγκη, ένας τρόπος να ξεφύγω κάπως από ένα τετριμμένο που καθορίζει αυτή τη δημιουργία που με τη σειρά της καθορίζει εμένα. Αλλά και πάλι δεν είμαι σίγουρη. Ίσως έπρεπε να πιεστώ να ανακαλέσω κάποια από τις λεπτομέρειες της, ίσως πάλι και να μην υπάρχει ανάγκη τώρα πια…
Θυμάμαι καμιά φορά ιστορίες άλλων, εκφράσεις και δεδομένα, θυμάμαι πρόσωπα. Έρχονται και κάποια συναισθήματα, δε μπορώ πάντα να τα ονομάσω, δε ξέρω από πότε βρίσκονται εκεί και για ποιο λόγο, ίσως να τα ονειρεύτηκα και να μπερδεύομαι, συμβαίνει συχνά, δεν είμαι πάντα σίγουρη τον τελευταίο καιρό…
Ναι, λοιπόν, η ιστορία! Είδατε ? Πάλι χάνω τον ειρμό μου!
Αν δεν ήταν όλα τούτα γραμμένα μπορεί να ‘χα ξεχάσει πως ασχολήθηκα ποτέ με μια ιστορία για μια χαμένη ιστορία! Ίσως και να ξεκίναγα μια τρίτη ιστορία, μπορεί δηλαδή και τώρα να το κάνω, ένα κομμάτι χαρτί με μουτζούρες δε μπορεί να σε σώσει από τίποτα άλλωστε, ειδικά όταν βρίσκεσαι σ’ ένα λαβύρινθο και δε μπορείς να θυμηθείς από πού στο διάολο μπήκες ή με ποιόν ή αν βρίσκεται κανείς απ ‘έξω και σε περιμένει, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο συνέβαινε θα το είχες σίγουρα ξεχάσει!
Μπορεί να σε ξέχασε κι εκείνος –μια ρομαντική πράξη αγάπης-, μπορεί να βαρέθηκε, ίσως και να σε ψάχνει, τι διαφορά έχει, εγώ ήθελα απλώς να θυμηθώ μια ιστορία και, άθελα μου, ξέχασα όλα τα’ άλλα και θυμήθηκα εσένα!..
Όχι, όχι... Ίσως… Δεν είσαι εσύ, περίμενε, μπλέχτηκα πάλι γαμώτο… Ποιος ήταν και γιατί για εκείνον μιλούσα? Δε πειράζει, άσ’ το, θα το ξεχάσω ούτως ή άλλως, ας μη παιδεύομαι άδικα. Θα γράψω καλύτερα μια ιστορία! Χμμμ…τι ιστορία θα μπορούσα να γράψω? Για ένα παιδί ή ένα αστέρι, για έναν έρωτα ή έναν αλήτη, ίσως για ένα μεθύστακα, ίσως και για κάποιον που θέλησε κάποτε να γράψει μια μονάχα ιστορία και δε τα κατάφερε ποτέ..
Για στάσου…είμαι σίγουρη πως κάτι ξεχνώ…
Παρασκευή 6 Αυγούστου 2010
Never-Never Land
Τρίτη 3 Αυγούστου 2010
Επειδή κάποιοι φίλοι μας θυμίζουν τα παλιά.
Οι σκέψεις πετούν πάνω απ’ το κεφάλι μας ή κάνουμε εμείς τους κύκλους σαν γύπες πάνω απ’ αυτές? Τα πάντα επιστρέφουν κάνοντας τη θεία Δίκη αληθοφανή για τους ανάλαφρους. Αν αντικαθιστούσαμε τα πάντα θα δοκιμάζαμε περίπατους στα φύλλα? Οι τόσες ρόδες κάνουν τα πλακάκια να ξεπιάνονται, πάλι καλά, αλλιώς δε θα κατάφερναν χτυπήματα τα βράδια στον ύπνο μας κι εμείς θα μπορούσαμε να σηκωθούμε απ’ το κρεβάτι πιο γρήγορα εξοικονομώντας πολύτιμο χρόνο να πράξουμε. Ποιος θα μας έσωνε τότε! Η σοφία πέφτει κιτρινισμένη το φθινόπωρο, αν κάθεσαι ακίνητος την τρως στο κεφάλι, αλλά χαλάει την αισθητική οπότε κάποιος σύντροφος θα φροντίσει να την πετάξει μακριά σου. Τα σφυριά των ανθρώπων είναι παιδικά παιχνίδια, μόνο ο ήχος που κάνει η επαφή τους με το κεφάλι σου σε τρομάζει λίγο, κυρίως η ενόχληση η διαρκής καταντάει εκνευριστική, αλλά τα πλαστικά όπλα δεν έχουν αληθινές σφαίρες και μόνο τον αέρα πληγώνουν που αρνείται μετά από αυτή σου τη συμπεριφορά να επιτρέψει τις πολυπόθητες αναπνοές σου. Άραγε οι σκελετοί σκέφτονται καλύτερα τώρα που έλιωσε ο εγκέφαλος τους και προετοιμάζουν την επανάσταση τους αργά αφού επιτέλους έχουν χρόνο?
Ο Παράδεισος φλέγεται, το ξέρεις στην αρχή, αλλά πρέπει πρώτα να πεις μαμά και μπαμπά, αλλιώς θα σε πετάξουν στον Καιάδα. Μετά είναι πολύ αργά, έχεις ήδη καταλάβει ότι δε νοιάζεται και κανείς στην πραγματικότητα και πρέπει κι εσύ να ξεχάσεις όλη αυτή την ιστορία γιατί το ντουλάπι με τα φάρμακα είναι ακόμα πολύ ψηλά για σένα. Η ομιλία είναι ότι χειρότερο μπορούσε να συμβεί ποτέ στον άνθρωπο, τον έβαλε να ατροφήσει τα χέρια του και μείνανε αυτά κολλημένα προς τα πάνω. Το πνεύμα έμπηξε δεκατέσσερις πρόκες στο λαιμό του μόλις αντιλήφθηκε τη σήψη της φωτιάς, με αποτέλεσμα μονάχα να μιλά πιο περίεργα απ’ ότι πριν, αλλά λίγο καλύτερα τώρα που δε καταλαβαίνουν τη χροιά του τα γουρούνια. Άλλωστε μόνο αυτά έμειναν πια, ότι είχε φτερά πέταξε, ότι είχε πόδια έτρεξε κι ότι μπορούσε να σκάψει θάφτηκε στη γη, τα γουρούνια δεν κατάλαβαν τίποτα απασχολημένα με τις λάσπες και, μη έχοντας άλλη επιλογή, τρώνε το ένα το άλλο μπας και γλιτώσουμε. Ακόμα και το χορτάρι αυτοκτόνησε, δεν άντεχε πια όλες αυτές τις προκαταλήψεις, έμαθε από ένα πρόσκοπο ν’ ανάβει φωτιά κι έτσι χαίρεται την ομορφιά της καθώς ανεβαίνει ευτυχισμένο προς τον ουρανό. Η ελεύθερη έκφραση προκαλεί προβλήματα στη ροή του σύμπαντος και δε θ’ αντέξουμε κι άλλη έκρηξη δημιουργίας, η οικονομία δεν πάει και τόσο καλά για κάτι τέτοιο και εν τέλει ούτε εσύ ο ίδιος δε θ’ ανεχόσουν τη διαφορετικότητα. Τα δώρα δεν έχουν περιτύλιγμα, μεγαλώσαμε πια, μα δε το καταλάβαμε καλά και θλιβόμαστε απ’ τη σοβαροφάνεια αλλά τι να πεις παρά ένα ευχαριστώ και τίποτα δεν είναι τέλειο άλλωστε.
Εσύ βέβαια εξακολουθείς να κυνηγάς το γαμημένο το μονόκερο, αλλά έχεις διαβάσει πολύ και ξέρεις ότι η μεταφορά είναι ξεπερασμένη, οπότε κάθεσαι σ’ ένα βράχο να κάνεις κανα τσιγάρο να ηρεμίσεις λίγο, μα είναι βρεγμένα όλα απ’ το δικό σου ιδρώτα και δεν έχεις και καναν αναπτήρα της προκοπής να τα στεγνώσεις, οπότε ξεκινάς ξανά το μάταιο κυνήγι με λίγο βαρύτερο βήμα σαφώς και συνείδηση βαρύτερη. Η προσπάθεια είναι προσπάθεια άλλωστε και δε μπορείς να εγκαταλείψεις τώρα που βρίσκεσαι ήδη στην ερημιά, τη γνώμη θα σχηματίσουν για σένα; Ντροπή, ίσως θα μας έσωνε, τουλάχιστον δε θα είχαμε τα πόδια μας ανοιχτά, γιατί για τα στόματα μας ούτε λόγος! Μα καλά, δε βαρεθήκαμε ακόμα?