Σάββατο 14 Αυγούστου 2010

Γιατί έτσι.

Δε χλευάζουμε, αντικρούουμε.
Θέλουμε να περπατήσουμε γυμνοί αγγίζοντας τους εαυτούς μας.
Δεν είμαστε πρόστυχοι.
Από το πλήθος σας μας ξεχωρίζει το βλέμμα μας, όχι φτηνά εμφανισιακά τρικ.
Το μίσος μας κάνει όμορφους, ελκυστικούς.
Τα σηκωμένα φρύδια.
Είμαστε αγέρωχοι, το περπάτημα μας καθηλώνει πολλούς.
Είμαστε προσιτοί μονάχα όταν τα βλέμματα είναι συνωμοτικά
Μιλάμε πολύ όταν δε θέλουμε να πούμε τίποτα, κι όταν πια απηυδήσουμε σιωπούμε.
Τα πρωινά, μας προφταίνει ο ύπνος, εφιαλτικός.
Δε ξυπνάμε μουσκεμένοι στον ιδρώτα, έτσι όμως ζούμε τις νύχτες μας.
Έχουμε χώμα στα νύχια μας, στις παλάμες μας, χώμα ακόμα και στα σκασμένα μας χείλη.
Δε μπορούμε να δώσουμε φως στους τυφλούς γι’ αυτό αφήνουμε κάθε πρωί τα μάτια μας στο κομοδίνο.
Μας εντυπωσιάζει η ευφυΐα, μας διεγείρει η απλότητα.
Ακολουθούμε τη ροή της κάθε σκέψης.
Δε πεθαίνουμε ποτέ γιατί βιώνουμε χίλιους θανάτους κάθε μέρα.
Δε καπνίζουμε στους δρόμους, καπνίζουμε τους δρόμους.
Δεν αντιγράφουμε, οικειοποιούμαστε, κι ούτε καν καλοξέρουμε τι.
Είμαστε βρώμικοι, βδελυροί.
Φτύνουμε τα μούτρα μας για να μη τ’ ακουμπήσει κανένας άλλος, φτύνουμε τις ζωές μας.
Δεν είμαστε μοναχικοί, αλλά δε κάνουμε πίσω ποτέ.
Φοβόμαστε μόνο τη δική μας βία.
Πίνουμε για να κοιμηθούμε και πίνουμε για να ξυπνήσουμε, δεν ήταν ποτέ στις προθέσεις μας να πιούμε για να ξεχάσουμε.
Νιώθουμε πολύ κι αυτό είναι πρόβλημα.
Ζητάμε τα πάντα για να μη μας ανήκει τίποτα.
Αντέχουμε μόνο για τις κομμένες ανάσες.
Απολαμβάνουμε την απώλεια, γευόμαστε την απόσταση στο κάθε της εκατοστό.
Δε θυμόμαστε πρόσωπα, δε ριγούμε με ψευδαισθήσεις, δε ψευδόμαστε ποτέ!
Είμαστε πονεμένοι και γι’ αυτό δυνατοί.
Γελάσαμε στο θάνατο που ζήσαμε και ζούμε ένα θάνατο που περιγελούμε.
Τα δάκρυα μας παγώνουν πριν φτάσουν στο στόμα μας.
Έχουμε πληγές στα χέρια και μελανιές στο κορμί χωρίς να ξέρουμε πως βρέθηκαν εκεί.
Δε μας θερίζει η πείνα μα η απραξία.
Δε βάφουμε τα μούτρα μας παρά μόνο με τα χρώματα του πολέμου.
Δε λιώνουμε στις φλόγες, πετάμε μόνο τα περιττά.
Δε κοκαλώνουμε στους πάγους, εκεί αισθανόμαστε όλη μας την ύπαρξη.
Ακούμε φωνές που μας λένε να είμαστε ήρεμοι και όλα θα πάνε καλά.
Μας πλάκωσε η σιωπή μια νύχτα απροκάλυπτα κι εμείς την αγαπήσαμε μ’ ότι ψυχή περίσσευε
Είμαστε σιωπηλοί εχθροί, κρυβόμαστε στις γωνίες με μάτια γυάλινα.
Χάσαμε το δρόμο, λένε. Δε κατανοούν ότι ήμασταν εμείς που ξηλώσαμε τις πινακίδες.
Είμαστε κάπως τρελοί κι αυτό θεωρούμε το μέγιστο μας κατόρθωμα.
Είμαστε εξαντλημένοι στ’ αλήθεια, αλλά δε το βάζουμε κάτω.
Συναίσθημα έχουμε και συναίσθημα δε δείχνουμε.
Και είμαστε γι’ αυτό οργισμένοι.
Μαχαιριές στ’ αλήθεια κι αυτές.
Όχι όμως καθωσπρέπει.
Υστερικά.
Γελάμε και διεκδικούμε.
Αφού σωπάσουμε.
Δεν είμαστε μικροί, και δε θα μάθουμε ποτέ…

Σάββατο 7 Αυγούστου 2010

Για τις "ιστορίες"..

Ήθελα να γράψω μια ιστορία, είμαι βέβαιη γι’ αυτό. Θυμάμαι ήταν μια καλή ιστορία, έξυπνη. Δε μπορώ να σκεφτώ τίποτα για την ιστορία αυτή, ούτε πότε και με ποίο τρόπο δημιουργήθηκε η ιδέα της, ούτε σαφώς γιατί. Νομίζω ήταν μια ανάγκη, ένας τρόπος να ξεφύγω κάπως από ένα τετριμμένο που καθορίζει αυτή τη δημιουργία που με τη σειρά της καθορίζει εμένα. Αλλά και πάλι δεν είμαι σίγουρη. Ίσως έπρεπε να πιεστώ να ανακαλέσω κάποια από τις λεπτομέρειες της, ίσως πάλι και να μην υπάρχει ανάγκη τώρα πια…

Θυμάμαι καμιά φορά ιστορίες άλλων, εκφράσεις και δεδομένα, θυμάμαι πρόσωπα. Έρχονται και κάποια συναισθήματα, δε μπορώ πάντα να τα ονομάσω, δε ξέρω από πότε βρίσκονται εκεί και για ποιο λόγο, ίσως να τα ονειρεύτηκα και να μπερδεύομαι, συμβαίνει συχνά, δεν είμαι πάντα σίγουρη τον τελευταίο καιρό…

Ναι, λοιπόν, η ιστορία! Είδατε ? Πάλι χάνω τον ειρμό μου!

Αν δεν ήταν όλα τούτα γραμμένα μπορεί να ‘χα ξεχάσει πως ασχολήθηκα ποτέ με μια ιστορία για μια χαμένη ιστορία! Ίσως και να ξεκίναγα μια τρίτη ιστορία, μπορεί δηλαδή και τώρα να το κάνω, ένα κομμάτι χαρτί με μουτζούρες δε μπορεί να σε σώσει από τίποτα άλλωστε, ειδικά όταν βρίσκεσαι σ’ ένα λαβύρινθο και δε μπορείς να θυμηθείς από πού στο διάολο μπήκες ή με ποιόν ή αν βρίσκεται κανείς απ ‘έξω και σε περιμένει, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο συνέβαινε θα το είχες σίγουρα ξεχάσει!

Μπορεί να σε ξέχασε κι εκείνος –μια ρομαντική πράξη αγάπης-, μπορεί να βαρέθηκε, ίσως και να σε ψάχνει, τι διαφορά έχει, εγώ ήθελα απλώς να θυμηθώ μια ιστορία και, άθελα μου, ξέχασα όλα τα’ άλλα και θυμήθηκα εσένα!..

Όχι, όχι... Ίσως… Δεν είσαι εσύ, περίμενε, μπλέχτηκα πάλι γαμώτο… Ποιος ήταν και γιατί για εκείνον μιλούσα? Δε πειράζει, άσ’ το, θα το ξεχάσω ούτως ή άλλως, ας μη παιδεύομαι άδικα. Θα γράψω καλύτερα μια ιστορία! Χμμμ…τι ιστορία θα μπορούσα να γράψω? Για ένα παιδί ή ένα αστέρι, για έναν έρωτα ή έναν αλήτη, ίσως για ένα μεθύστακα, ίσως και για κάποιον που θέλησε κάποτε να γράψει μια μονάχα ιστορία και δε τα κατάφερε ποτέ..

Για στάσου…είμαι σίγουρη πως κάτι ξεχνώ…

Παρασκευή 6 Αυγούστου 2010

Never-Never Land

Χαζεύοντας προσφάτως, πέτυχα αυτή-τη-ταινία με τον Johnny Depp που υποδύεται τον συγγραφέα του Peter Pan, και για την οποία βαριέμαι απεριόριστα να γράψω! Πέραν του γλυκανάλατου, όταν κάπου την είχα πρωτοδεί, μου έβγαλε ένα όμορφο συναίσθημα, μια γλύκα, μια αισιοδοξία, κάτι το θετικό βρε αδερφέ!
(Ομολογώ, δεν είναι η κατάλληλη ώρα να γράψω γι' αυτό, αλλά then again, πότε είναι?)
Σκεφτόμουν λοιπόν, αυτό το θέμα της "χώρας του ποτέ-ποτέ", αυτή τη σκηνή πού ο υπέροχος αυτός παντοτινά-νέος καλεί τα παιδαρέλια να φάνε από τα άδεια πιάτα που, με τη βοήθεια της μαγευτικής φαντασίας, γεμίζουν χρώματα ανελέητα φωτεινά και όλοι παίζουν με αυτά τα χρώματα και ο Robin Williams βρίσκεται στο στοιχείο του και οοοοοοοολα μοιάζουν συναρπαστικά!!..
Well, you know the feeling...
Σκεφτόμουν λοιπόν, εδώ, στην καθημερινότητα μας, στην πραγματικότητα μας, στη ζωή μας... που είναι η "never-never land" ?
Ως μικρό παιδί διάβασα τον Μικρό Πρίγκηπα, διάβασα την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, διάβασα τη Χρυσομαλλούσα, μα ποτέ μου δεν ακούμπησα τον "Πήτερ Πάν". Ακόμα και "Οι Άθλιοι" του Ουγκώ ήταν πιο προσφιλές ανάγνωσμα, αν έχετε το θεό σας! Είναι λοιπόν ακριβώς γι' αυτό που θέτω το παραπάνω ερώτημα και γι' αυτό που αναρωτιέμαι.
Μήπως η χώρα του ποτέ-ποτέ δεν είχε ποτέ ανάγκη να οριστεί?
Και κάθομαι λοιπόν και σκέφτομαι..Τι να 'ναι αυτή άραγε?
Να 'ναι οι βραδιές που γυρνάς στο σπίτι σου, ανοίγεις μια μπύρα και κάθεσαι στο μπαλκόνι σου? Να 'ναι οι στιγμές που οι άνθρωποι σού, σου δίνουν ένα φιλί? Να 'ναι το βλέμμα ενός συγκεκριμένου ανθρώπου? Τι να 'ναι? Τι να 'ναι αυτό που μας κάνει ικανούς να πετάξουμε? Ικανούς να ταξιδέψουμε? Ικανούς να μείνουμε για πάντα παιδιά? Ποια είναι εκείνη η στιγμή, εκείνες οι στιγμές που ΌΛΑ είναι δυνατά, όλα είναι εύκολα και αβίαστα, που όλα είναι στο χέρι μας?....
Ποιο μικρο και ασήμαντο πράγμα μας μεταφέρει κατευθείαν σ' αυτή τη μαγική χώρα?
Δε ξέρω τι είναι για σας. Δε ξέρω καλά καλά τι είναι για μένα. Αλλά καταλαβαίνω πολύ καλά πως χρειάζεται πίστη, πως χρειάζεται θέληση, πως χρειάζεται προσπάθεια.
Και πως χρειάζεται πολύ μεγάλη αγάπη..
Γιατί αν όλοι βρισκόμασταν εκεί, τότε δε θα 'ταν η "χώρα του ποτέ-ποτέ", αλλά η "χώρα του πάντα". Και σε μια "χώρα του πάντα", κανείς δε θα ήταν ξεχωριστός..
Μα ευτυχώς δεν είναι τέτοιες οι μαγικές χώρες, όχι! Οι μαγικές χώρες είναι και ποτέ, μα είναι και πάντα..
Ευτυχώς βέβαια, περισσότερο "ποτέ"..
Άλλωστε, όσοι έχουν ήδη χαμογελάσει στην ιδέα αυτής της φαντασίας, έχουν κλείσει τα μάτια τους και νιώθουν, αγκαλιάζουν, ονειρεύονται.. Έχουν κλείσει τα μάτια τους και έχουν βρει αυτό το εισιτήριο για τη μαγική Neverland, το εισιτήριο που ξέρουν πολύ καλά ότι αν αφήσουν τώρα να φύγει από τα χέρια τους, ίσως να μη ξαναβρούν ποτέ..
Εντάξει, ναι, καταλαβαίνω, δε βγάζει νόημα τέτοια ώρα, ok!..
Μα τι έχει περισσότερο νόημα?
Η αστρόσκονη άλλωστε είναι το πιο εύκολο πράγμα να δημιουργήσεις...
Αρκεί ένα χαμόγελο!
Και αν κάνεις μια ευχάριστη σκέψη, τότε έχεις ήδη αρχίσει να πετάς.
Για τη χώρα του Ποτέ-Ποτέ...

Καλημέρα.... :)

Τρίτη 3 Αυγούστου 2010

Επειδή κάποιοι φίλοι μας θυμίζουν τα παλιά.

Οι σκέψεις πετούν πάνω απ’ το κεφάλι μας ή κάνουμε εμείς τους κύκλους σαν γύπες πάνω απ’ αυτές? Τα πάντα επιστρέφουν κάνοντας τη θεία Δίκη αληθοφανή για τους ανάλαφρους. Αν αντικαθιστούσαμε τα πάντα θα δοκιμάζαμε περίπατους στα φύλλα? Οι τόσες ρόδες κάνουν τα πλακάκια να ξεπιάνονται, πάλι καλά, αλλιώς δε θα κατάφερναν χτυπήματα τα βράδια στον ύπνο μας κι εμείς θα μπορούσαμε να σηκωθούμε απ’ το κρεβάτι πιο γρήγορα εξοικονομώντας πολύτιμο χρόνο να πράξουμε. Ποιος θα μας έσωνε τότε! Η σοφία πέφτει κιτρινισμένη το φθινόπωρο, αν κάθεσαι ακίνητος την τρως στο κεφάλι, αλλά χαλάει την αισθητική οπότε κάποιος σύντροφος θα φροντίσει να την πετάξει μακριά σου. Τα σφυριά των ανθρώπων είναι παιδικά παιχνίδια, μόνο ο ήχος που κάνει η επαφή τους με το κεφάλι σου σε τρομάζει λίγο, κυρίως η ενόχληση η διαρκής καταντάει εκνευριστική, αλλά τα πλαστικά όπλα δεν έχουν αληθινές σφαίρες και μόνο τον αέρα πληγώνουν που αρνείται μετά από αυτή σου τη συμπεριφορά να επιτρέψει τις πολυπόθητες αναπνοές σου. Άραγε οι σκελετοί σκέφτονται καλύτερα τώρα που έλιωσε ο εγκέφαλος τους και προετοιμάζουν την επανάσταση τους αργά αφού επιτέλους έχουν χρόνο?

Ο Παράδεισος φλέγεται, το ξέρεις στην αρχή, αλλά πρέπει πρώτα να πεις μαμά και μπαμπά, αλλιώς θα σε πετάξουν στον Καιάδα. Μετά είναι πολύ αργά, έχεις ήδη καταλάβει ότι δε νοιάζεται και κανείς στην πραγματικότητα και πρέπει κι εσύ να ξεχάσεις όλη αυτή την ιστορία γιατί το ντουλάπι με τα φάρμακα είναι ακόμα πολύ ψηλά για σένα. Η ομιλία είναι ότι χειρότερο μπορούσε να συμβεί ποτέ στον άνθρωπο, τον έβαλε να ατροφήσει τα χέρια του και μείνανε αυτά κολλημένα προς τα πάνω. Το πνεύμα έμπηξε δεκατέσσερις πρόκες στο λαιμό του μόλις αντιλήφθηκε τη σήψη της φωτιάς, με αποτέλεσμα μονάχα να μιλά πιο περίεργα απ’ ότι πριν, αλλά λίγο καλύτερα τώρα που δε καταλαβαίνουν τη χροιά του τα γουρούνια. Άλλωστε μόνο αυτά έμειναν πια, ότι είχε φτερά πέταξε, ότι είχε πόδια έτρεξε κι ότι μπορούσε να σκάψει θάφτηκε στη γη, τα γουρούνια δεν κατάλαβαν τίποτα απασχολημένα με τις λάσπες και, μη έχοντας άλλη επιλογή, τρώνε το ένα το άλλο μπας και γλιτώσουμε. Ακόμα και το χορτάρι αυτοκτόνησε, δεν άντεχε πια όλες αυτές τις προκαταλήψεις, έμαθε από ένα πρόσκοπο ν’ ανάβει φωτιά κι έτσι χαίρεται την ομορφιά της καθώς ανεβαίνει ευτυχισμένο προς τον ουρανό. Η ελεύθερη έκφραση προκαλεί προβλήματα στη ροή του σύμπαντος και δε θ’ αντέξουμε κι άλλη έκρηξη δημιουργίας, η οικονομία δεν πάει και τόσο καλά για κάτι τέτοιο και εν τέλει ούτε εσύ ο ίδιος δε θ’ ανεχόσουν τη διαφορετικότητα. Τα δώρα δεν έχουν περιτύλιγμα, μεγαλώσαμε πια, μα δε το καταλάβαμε καλά και θλιβόμαστε απ’ τη σοβαροφάνεια αλλά τι να πεις παρά ένα ευχαριστώ και τίποτα δεν είναι τέλειο άλλωστε.

Εσύ βέβαια εξακολουθείς να κυνηγάς το γαμημένο το μονόκερο, αλλά έχεις διαβάσει πολύ και ξέρεις ότι η μεταφορά είναι ξεπερασμένη, οπότε κάθεσαι σ’ ένα βράχο να κάνεις κανα τσιγάρο να ηρεμίσεις λίγο, μα είναι βρεγμένα όλα απ’ το δικό σου ιδρώτα και δεν έχεις και καναν αναπτήρα της προκοπής να τα στεγνώσεις, οπότε ξεκινάς ξανά το μάταιο κυνήγι με λίγο βαρύτερο βήμα σαφώς και συνείδηση βαρύτερη. Η προσπάθεια είναι προσπάθεια άλλωστε και δε μπορείς να εγκαταλείψεις τώρα που βρίσκεσαι ήδη στην ερημιά, τη γνώμη θα σχηματίσουν για σένα; Ντροπή, ίσως θα μας έσωνε, τουλάχιστον δε θα είχαμε τα πόδια μας ανοιχτά, γιατί για τα στόματα μας ούτε λόγος! Μα καλά, δε βαρεθήκαμε ακόμα?

Για τις νύχτες που "περνάνε" και για εκείνες που ευτυχώς παραμένουν!

Αποκόμματα. Χίλια-εκατόν-ενενήντα-δυο χαρτάκια με γράμματα δικά σου, με γράμματα άλλων, χειρόγραφα ή τυπωμένα, χαρτάκια υπογραμμισμένα, κυκλωμένα ή μισοσκισμένα. Μνήμες, εμπνεύσεις, "να δω", "να δοκιμάσω", "να θυμηθώ", σα να πιάνεται η ζωή μας απ' αυτά τα κωλόχαρτα, που και που τα πετάς όλα να πάνε στο διάολο, καμιά φορά βρίσκεις εκείνα τα μικρούλικα, με τα γράμματα τα δικά σου ή κάποιου άλλου, χαμογελάς, μελαγχολείς και ξαναξεχνάς. Χαρτάκια κομμένα πάντα στο χέρι, σκισμένα, τσαλακωμένα, φθαρμένα..
Τελευταία, τα χαρτάκια που έχω πάντα μαζί μου είναι η στήλη "Νύχτα είναι, θα περάσει", του Σταύρου Σταυρόπουλου από τη "Βιβλιοθήκη" της "Ελευθεροτυπίας". Θυμάμαι το πρώτο από αυτά τα χαρτάκια. Τίτλος "Κατάστιχτη, Πελεκημένη από σπαθιά", Παρασκευή 29 Μάη 2009.
"Η Αλίκη στη χώρα των θανάτων. Έλα, δωσ' μου το χέρι σου. Λέει. Θέλω να μου δείξεις τον κόσμο.
Δεν έχω χέρια. Δε μου μείναν. Κι έπειτα, δεν υπάρχει κόσμος. Μωρό μου."
Αστείο είναι, θυμάμαι δάκρυσα. Δάκρυσα όπως την πρώτη φορά που άκουσα το "Famous Blue Raincoat" του Leonard Cohen στα 16 μου και όπως όταν άκουσα τον Ρίτσο να απαγγέλει τη "Σονάτα του Σεληνόφωτος" στα 20.
Ίσως να ήταν οι στιγμές που έκαναν αυτά τα συγκεκριμένα "καλλιτεχνήματα", μαζί με πολλά ακόμα, να αγγίξουν κάτι ιδιαίτερο μέσα μου, ίσως να 'ναι ότι καμιά φορά νιώθεις πως κοιτάς κάποιον ή κάτι και όλα έχουν ξάφνου νόημα, ίσως απλά να πιστεύεις ότι καταλαβαίνεις τη ροή της σκέψης ή του συναισθήματος κάποιου και να ταυτίζεσαι μ' αυτόν.
Δε γνωρίζω. Δε μ' ενδιαφέρει.
Βαριέμαι άλλωστε τα πολλά λόγια που περιγράφουν πράγματα που δε χωρούν σε λόγια.
Σημαντικό είναι πως έτσι ένιωσα τότε και ,συχνά, μαζεύοντας φανατικά τα "χαρτάκια" του, νιώθω ακόμα έτσι.
Ποτέ όμως σαν εκείνη τη πρώτη φορά.
Έτσι, σαν ένα Ευχαριστώ για την ανυπομονησία κάθε Παρασκευιάτικου πρωινού και για το τσιγάρο εκείνο που απολαμβάνω διαβάζοντας τον κύριο Σταυρόπουλο να μιλά για τις μούσες του, για τη μοναξιά του, για τα ταξίδια και τους έρωτες του με όλα τα πράγματα.
Συστήνω λοιπόν ανεπιφύλακτα, καθώς, όπως πάντα..."νύχτα είναι, θα περάσει".